Friday, February 24, 2012

Ian Rankin – The Impossible Dead

Είναι μερικές φορές ευλογία το να είσαι βρετανός συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας. Κι αυτό επειδή οι βρετανοί εκδότες, σε αντίθεση με τους αμερικανούς, δεν απαιτούν από τους μπεστ-σελερίστες συγγραφείς τους ένα τίτλο κάθε έξη μήνες, αλλά τους αφήνουν να δουλέψουν με την ησυχία τους, και όταν έρθει το βιβλίο καθώς να ορίσει.
     Ο Ίαν Ράνκιν είναι ένας απ’ αυτούς τους «τυχερούς» συγγραφείς, γι’ αυτό και μας παραδίδει για μία ακόμη φορά ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, το The Impossible Dead. Πρωταγωνιστής του είναι ο επιθεωρητής Μάλκολμ Φοξ, τον οποίο πρωτογνωρίσαμε στο The Complaints, ο οποίος καλείται να διερευνήσει κατά πόσο τρία μέλη του αστυνομικού σώματος στο Kirkcaldy διευκόλυναν κατά οποιοδήποτε τρόπο τις ενέργειες ενός συναδέλφου τους, που κρίθηκε ένοχος από το δικαστήριο σε μια υπόθεση απρεπούς συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα, ο Πολ Κάρτερ κατηγορείτο ότι ζήτησε σεξουαλικές χάρες από τρεις γυναίκες ώστε να μην τις συλλάβει για διάφορες μικροπαραβάσεις.
     Από την πρώτη στιγμή που καταφθάνουν από το Εδιμβούργο στην πόλη, ο Φοξ και οι συνεργάτες του, Τόνι Κέι και Τζόε Νέισμιθ, νιώθουν να τους τυλίγει ένα πέπλο απέχθειας. Αυτό φυσικά δεν τους ξενίζει, αφού κανένας μπάτσος δεν χωνεύει τα μέλη αυτής της ομάδας, τους προδότες που στρέφονται εναντίον των συναδέλφων τους. Εκείνο που τους τραβάει την προσοχή όμως είναι το γεγονός ότι αυτή η υπόθεση μοιάζει να έχει πολλές προεκτάσεις. Καταρχήν εκείνος που έκανε την καταγγελία εναντίον του Κάρτερ είναι ο θείος του, Άλαν, συνταξιούχος αστυνομικός. Μετά είναι οι σχέσεις αυτού του θείου με τον τοπικό υπόκοσμο, αλλά και τα στοιχεία που βγαίνουν στο φως, από το μακρινό χθες της Σκωτίας, το 1985, μια χρονιά ταραχών στην περιοχή, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση. Και ύστερα είναι οι διαταγές που φτάνουν από ψηλά και λένε στον Φοξ και στην ομάδα του να κάνουν πίσω, αφού κάποιοι μάλλον φοβούνται ότι αν συνεχίσουν την έρευνά τους θα ξυπνήσουν κάποια φαντάσματα από το παρελθόν.
     Ο Ράνκιν, με αφορμή μια απλή υπόθεση, μας ταξιδεύει μπρος πίσω στο χρόνο και μας μιλά με άμεσο τρόπο για μια άγνωστη για τους πολλούς, ή μάλλον χαμένη στα μονοπάτια της μνήμης, ιστορία της χώρας του. Μαθαίνουμε για τις φοιτητικές ταραχές της δεκαετίας του ογδόντα και τα εθνικιστικά κινήματα, για τους κομμουνιστές της εποχής και τις ένοπλες ομάδες, για τις επαναστάσεις που δεν έγιναν ποτέ. Και μαθαίνουμε για τη σύγχρονη Σκωτία, αυτήν της φτώχειας και της ανεργίας, του αλκοολισμού, των ναρκωτικών και του εγκλήματος, για τη διαφθορά που μοιάζει να επικρατεί παντού.
     Ο συγγραφέας μας χαρίζει ένα κόσμο ζοφερό, στο χείλος της καταστροφής, που δεν βρίσκεται όμως ακόμη ακριβώς εκεί, αλλά και ένα κόσμο όπου η ελπίδα παραμένει ζωντανή. Ο Φοξ, ο νέος του ήρωας, θυμίζει σε κάποια πράγματα τον Ρέμπους, σε άλλα όχι. Είτε έτσι όμως είτε αλλιώς αποτελεί ένα ήρωα μοναδικό. Κάποιον που δεν πίνει, κι ας έχει αδελφή αλκοολική, που του αρέσει η μοναξιά, κι ας αποζητά σχεδόν απεγνωσμένα τη συντροφιά μιας γυναίκας, και που κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει εκείνους που του κάνουν, ηθελημένα και μη, τη ζωή ποδήλατο. Φυσικά δεν είναι τέλειος, έχει κι αυτός τα ελαττώματά του, αλλά αυτά ακριβώς τα ελαττώματα είναι που τον κάνουν τόσο βαθιά ανθρώπινο.
     Ένα από τα καλύτερα αστυνομικά βιβλία της χρονιάς. Διαβάστε το.

Ian Rankin – The Complaints

Νιώθει παράξενα παίρνοντας στα χέρια του κανείς ένα μυθιστόρημα του Ίαν Ράνκιν στο οποίο δεν πρωταγωνιστεί ο παλιός καλός επιθεωρητής Ρέμπους ή Ρίμπους. Ωστόσο το The Complaints δε μας απογοητεύει, αφού είτε με τον αγαπημένο του ήρωα ή χωρίς, ο συγγραφέας παραμένει ένας καλός μάστορας του αστυνομικού μυθιστορήματος.
     Κύριοι πρωταγωνιστές σ’ αυτή την ιστορία είναι ο Μάλκολμ Φοξ, που ηγείται της Ομάδας Εσωτερικών Υποθέσεων της αστυνομίας του Εδιμβούργου, της αποκαλούμενης The Complaints και ο Τζέιμι Μπρεκ, ένας αστυνομικός, ο οποίος σύμφωνα με μαρτυρίες που φτάνουν στο τμήμα είναι βρώμικος. Έχοντας μόλις κλείσει με επιτυχία μία άλλη υπόθεση ο Φοξ νιώθει εξαντλημένος, αλλά τα γεγονότα τρέχουν και οι υποχρεώσεις δεν μπορούν να περιμένουν.
     Καθώς αρχίζει όμως να μαθαίνει για τα έργα και τις ημέρες του πιο πάνω, ο ήρωάς μας έχει ν’ αντιμετωπίσει προβλήματα και σε προσωπικό επίπεδο αφού ο φίλος της αλκοολικής αδελφής του την κακοποιεί, ενώ με τον πατέρα του, που φιλοξενείται σε μια στέγη ηλικιωμένων, διατηρεί μια ιδιόρρυθμα εύθραυστη σχέση.
     Προσπαθώντας να διερευνήσει τη νέα υπόθεση που έφτασε στα χέρια του, αλλά και να βοηθήσει την αδελφή του, ο Φοξ επιδίδεται σ’ ένα αγώνα δρόμου. Περιφέρεται όπως και ο Ρέμπους, από τη μια γειτονιά του Εδιμβούργου στην άλλη, επισκέπτεται οικοδομές, μπαρ, καζίνα και στέκια του υπόκοσμου, τα βάζει με όλους και με όλα, μέχρι που κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ότι του την έχουν στημένη. Κάποιος μοιάζει να κινεί μαεστρικά τα νήματα πίσω από τη σκηνή οδηγώντας τον από το ένα αδιέξοδο στο επόμενο και η καριέρα του φαίνεται να κρέμεται από μία κλωστή. Όλο και πιο καχύποπτος, δεν ξέρει πια ποιον να εμπιστευτεί. Τελικά τον πιο πιστό σύντροφο και συνοδοιπόρο θα τον συναντήσει στο πιο αναπάντεχο άτομο.
     Τη στιγμή που συμβαίνουν όλ’ αυτά, ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας εξαφανίζεται από προσώπου γης ή μάλλον θάλασσας. Στην αρχή όλοι πιστεύουν ότι πρόκειται περί αυτοκτονίας, αφού ο εν λόγω βρέθηκε από τα πλούτη στη φτώχεια μετά την κατάρρευση της οικονομίας, αλλά τόσο ο Φοξ όσο και κάποιοι άλλοι δεν πείθονται απ’ αυτή την εκδοχή των γεγονότων. Με αφορμή το πιο πάνω γεγονός ο συγγραφέας καταπιάνεται και πάλι με τα προβλήματα που ταλανίζουν τη σύγχρονη σκωτσέζικη κοινωνία: φτώχεια, εγκληματικότητα, ανεργία, αλκοολισμό. Η ματιά του διεισδυτική, οι λέξεις του επιλεκτικές, βάζουν το μαχαίρι στο κόκαλο.
     Από την ιστορία δε λείπει και το ερωτικό στοιχείο ή μάλλον το στοιχείο του ανεκπλήρωτου έρωτα. Ο Φοξ συναντάει μια ελκυστική νέα συνάδελφό του που ασχολείται με τα εγκλήματα παιδεραστίας και παιδικής πορνογραφίας, κι η οποία ξυπνά κάποια σχεδόν ξεχασμένα συναισθήματα μέσα του. Στο πρόσωπό της πιστεύει ότι βρίσκει μια αδελφή ψυχή, αλλά οι ζωές και των δύο είναι τόσο περίπλοκες, τα βάρη που κουβαλούν από το παρελθόν τόσο μεγάλα, που θα ήταν μάλλον δύσκολο να συνυπάρξουν κάποια μέρα. Εκτός κι αν η ζωή τους κάνει το χατίρι.
     Το The Complaints είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, που σίγουρα θα ικανοποιήσει τους φίλους του καλού συγγραφέα. Η γη, και μετά τον Ρέμπους, εξακολουθεί να γυρίζει…

Ian Rankin – The Hanging Garden

Πάνε μήνες από την τελευταία φορά που διάβασα ένα αστυνομικό μυθιστόρημα – πράγμα παράξενο, αφού τα απολαμβάνω όσο άλλο τίποτα. Ο Ίαν Ράνκιν είναι ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς του είδους και ο ήρωάς του Ρέμπους ή Ρίμπους, που πρόσφατα αφυπηρέτησε, ένας από εκείνους τους ντετέκτιβ που γίνονται «κλασικοί», για τον απλό λόγο ότι είναι αντισυμβατικοί.
     Στον «Κήπο του κρεμασμένου» (έτσι μεταφράστηκε στα ελληνικά; Δεν ξέρω) ο συγγραφέας μοιάζει να καταπιάνεται με πολλά θέματα ταυτόχρονα: με το εμπόριο ναρκωτικών και το λαθρεμπόριο σωμάτων, με τον τζόγο, με τα εγκλήματα των ναζί και το οργανωμένο έγκλημα στη Σκωτία. Με βάση πάντα το αγαπημένο του Εδιμβούργο, ο Ρέμπους προσπαθεί να βρει τις λύσεις σε πολλούς γρίφους που ήρθαν να τον βρουν ταυτόχρονα: α) είναι ο συμπαθής καθηγητής Λιντζ εγκληματίας πολέμου; β) τι δουλειές έχουν στη Σκωτία η Γιακούζα κι ένας τσετσένος μαφιόζος; γ) ποιος προσπάθησε να σκοτώσει την κόρη του, κτυπώντας την μ’ ένα αυτοκίνητο και γιατί; δ) τι προσπαθούν να καλύψουν οι προϊστάμενοί του που πηγαινοέρχονται στο Λονδίνο; και, ε) θα τα καταφέρει να τα βγάλει πέρα με όλ’ αυτά τα προβλήματα χωρίς να επιστρέψει στη γλυκιά συνήθεια της μέθης;
     Ο Ράνκιν μας παρουσιάζει τον Ρέμπους εδώ, ως συνήθως σκληρό, αλύγιστο και πεισματάρη, αλλά και σα μια τσακισμένη ύπαρξη την ίδια ώρα. Καθώς η κόρη του χαροπαλεύει, εκείνος προσπαθεί να κάνει μια αναδρομή στη ζωή και τα λάθη του, να αντιληφθεί τι οδήγησε τα πράγματα μέχρι εκεί. Μοιάζει να βροντάει και να παραπαίει, ανάμεσα σε εγκληματίες κι αστυνόμους, δίκαιους και άδικους. Και για μια ακόμη φορά, αν και υπόσχεται στον εαυτό του ν’ αλλάξει, δεν μπορεί να το κάνει. Παραδέχεται ότι έφταιξε σε πολλά, αλλά δεν μπορεί παρά να είναι αυτός που είναι: ένας αμείλικτος κυνηγός του εγκλήματος σε κάθε μορφή, κι ένας μοναχικός γερόλυκος, που μοιάζει να προσπαθεί απεγνωσμένα να διατηρήσει μια ισορροπία στη ζωή του. Μια ισορροπία χωρίς το αγαπημένο του αλκοόλ.
     Ο μύθος είναι περίτεχνα μπλεγμένος, γεμάτος αποκαλύψεις και ανατροπές, παγίδες και αποδράσεις, πτώσεις και συνειδητοποιήσεις. Παρά την άφθονη δράση που προσφέρει, αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να διαβαστεί και σαν ένα ψυχολογικό θρίλερ, καθώς στον ίδιο βαθμό που παρακολουθούμε τις δράσεις του Ρέμπους, παρατηρούμε και τις ψυχικές του διακυμάνσεις. Το μέσα του μοιάζει σα μια τεντωμένη χορδή, που κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να σπάσει, σκοτώνοντας τον ίδιο, αλλά αφήνοντας πίσω της κι αθώα θύματα. Η αλήθεια και το ψέμα εδώ είναι δυσδιάκριτα. Το μόνο πράγμα για το οποίο μπορεί να είναι σίγουρος ο αναγνώστης είναι ότι για τίποτα δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Οι κακοποιοί είναι έξυπνοι και αδίστακτοι, οι αστυνομικοί αποφασισμένοι, αλλά όχι και τόσο ατσίδες. Τη λύση τελικά δε θα τη δώσει ένα άτομο, αλλά ένα παζλ. Ένα παζλ που κομμάτι το κομμάτι θα πάρει σχήμα και μορφή, κι από το οποίο θα προβάλει μια εικόνα ξεκάθαρη, αλλά και πάλι αινιγματική, αφού μέχρι και το τέλος κάποια ερωτήματα θα παραμείνουν αναπάντητα.
     Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα από έναν αριστοτέχνη συγγραφέα.

Iris Johansen – Quinn

Αυτό το μυθιστόρημα δεν μπορεί να αποφασίσει τι ακριβώς είναι: θρίλερ, βιβλίο φαντασίας ή ιστορία αγάπης. Η συγγραφέας χρησιμοποιώντας μια σειρά από κλισέ, αλλά και αλληλοσυγκρουόμενα υλικά φτιάχνει μια σαλάτα για όλα τα γούστα – το μόνο που τα κάνει σαλάτα.
     Αν πρωταγωνιστής σ’ αυτό το μυθιστόρημα ήταν ο Κιούμπα Γκούντινγκ Τζούνιορ από το Jerry Maguire θα εξακολουθούσε να φωνάζει: Show me the money! Κι αυτό το λέμε επειδή η συγγραφέας μόνο γι’ αυτά μοιάζει να ενδιαφέρεται: για τα λεφτά. Αλλιώς δεν εξηγείται το γεγονός ότι πήρε μια καλή ιδέα και την έκανε σαν… ένα ταψί με γεμιστά, παραχώνοντας μέσα τα πάντα, ώστε να την τραβήξει και να την τραβήξει και να την τραβήξει πάρα κάτω. Γιατί ναι, αυτό το μυθιστόρημα δεν είναι η αρχή της σάγκας. Προηγήθηκε το Eve και θα ακολουθήσει το Bonnie. Η τριλογία της καταστροφής… της ψυχικής υγείας του αναγνώστη.
     Ειλικρινά, αν αυτό το βιβλίο δεν «μύριζε» χρήμα, θα του έδινα ας πούμε δυόμισι αστεράκια από τα πέντε, αφού το ταλέντο δεν λείπει από τη συγγραφέα, ενώ και ο μύθος είναι καλούτσικος. Η έλλειψη μέτρου όμως, η ξεκάθαρη κοροϊδία σε βάρος του αναγνώστη, αλλά και η απουσία μιας καλής επιμέλειας που ίσως να μάζευε κάπως τα ασυμμάζευτα, με οδηγούν στο να του δώσω μόνο ένα, κι αυτό για λόγους ευγενείας.
     Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο αστυνομικός Τζο Κουίν χαροπαλεύει στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, μετά από μια δολοφονική επίθεση από τον πρώην άντρα της συντρόφου του, Τζέιν, Τζον Γκάλλο. Ο Γκάλλο, που έχει ξοδέψει κάποια χρόνια στις φυλακές της βορείου Κορέας είναι σύμφωνα με όλα τα στοιχεία σχιζοφρενής και μια φονική μηχανή. Ανάμεσα στα θύματά του είναι και ένας πρώην συνάδελφός του στις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ ονόματι Πολ Μπλακ, αλλά και η ίδια του η κόρη, Μπόνι, αν και δεν θυμάται να έχει σκοτώσει την τελευταία.
     Η Μπόνι, που είχε χαθεί από προσώπου γης πολλά χρόνια πριν και η εξαφάνιση της οποίας στάθηκε η αφορμή για τη γνωριμία της Τζέιν με τον Τζο (απ’ ό,τι φαίνεται η συγγραφέας έχει εμμονή με το γράμμα J, αφού εκτός από τους Τζέιν, Τζο και Τζον, κάπου συναντάμε κι έναν Τζέικομπς), που τότε δούλευε για το FBI. Καθώς λοιπόν εκείνος χαροπαλεύει εκείνη μας ταξιδεύει με τις σκέψεις της πίσω στο χρόνο και μας μιλά για τις τραγικές συνθήκες κάτω από τις οποίες γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Την ίδια ώρα, μια σούπεργουμαν, που από παιδί του δρόμου κατέληξε να δουλεύει για τη CIA, καταδιώκει τον Γκάλλο στα βουνά και στα λαγκάδια, ενώ από δω κι από κει κόβει βόλτες και το… πνεύμα της Μπόνι, που τη μια εμφανίζεται στο έσω βλέμμα του Τζο, την άλλη μέρα μεσημέρι στα ανοικτά μάτια της Τζέιν και την παράλλη κόβει βόλτες στους βάλτους της Νέας Ορλεάνης.
     Συγχυστήκατε ή ακόμη; Τέλος πάντων, όπως θα ανέμενε κανείς, τα πράγματα δεν είναι όπως ακριβώς δείχνουν, κυνηγός και κυνηγημένος αλλάζουν ρόλους, ο έρωτας γεννιέται και πεθαίνει στην ερημιά και άλλα τέτοια τραγικά. Μέχρι που… Μέχρι που τίποτα. Η συνέχεια στον επόμενο τόμο.
     Όπως θα προσέξατε αυτό είναι το μοναδικό βιβλίο που δεν συστήνω σε κανένα ν’ αγοράσει. Ακόμη και το The Good Man Jesus and the Scoundrel Christ, το οποίο επίσης έθαψα, είχε τα θετικά του, αλλά εδώ παραδίδω τα όπλα και λέω: καλύτερα να κάψετε τα λεφτά σας παρά να τα ξοδέψετε τόσο άδικα.

Janet Evanovich – Explosive Eighteen

Με μία ακόμη διασκεδαστική περιπέτεια της βασικής πρωταγωνίστριας των τελευταίων της βιβλίων, Στέφανι Πλαμ, το Explosive Eighteen, επιστρέφει η Τζανέτ Ιβάνοβιτς.
     Η Στέφανι, για κάποιο λόγο, καταφέρνει πάντα και βάζει τον εαυτό της σε μπελάδες – ακόμη και όταν βρίσκεται σε διακοπές. Το μόνο που αυτή τη φορά οι μπελάδες είναι προσωπικής φύσης, αφού ο μερικής απασχόλησης εραστής της, αστυνομικός Μορέλι, καταφθάνει στη Χαβάη απροειδοποίητα για να της κάνει έκπληξη, και την πιάνει στα πράσα με τον επίσης μερικής απασχόλησης εραστή της, Ρέιντζερ, με το οποίον και πλακώνονται. Η Στέφανι, μη ξέροντας τι να κάνει μ’ αυτούς τους δύο, και αδυνατώντας ν’ αποφασίσει ποιον προτιμά, το σκάει με προορισμό την πατρίδα. Όχι πώς αυτό θα τη βοηθήσει και πολύ, αφού επιστρέφοντας εκεί θα βρει να την περιμένουν νέοι μπελάδες. Ο ξάδελφος και αφεντικό της, Βίννι, έχει συλληφθεί αφού μπλέχθηκε σε ένα καυγά με τον εργολάβο που ανακαινίζει το καταστραμμένο γραφείο του, τον Σαλβατόρε ΝτιΆντζελο, που τον απειλεί ότι θα του κάψει το τροχόσπιτο, από το οποίο εδώ καιρό λειτουργεί η επιχείρησή του. Όπως θα περίμενε κανείς η απειλή δεν αργεί να γίνει πραγματικότητα και ο Βίννι, σαν καθώς πρέπει ιταλός ορκίζεται να πάρει την εκδίκησή του καταστρέφοντας το υπερπολυτελές αμάξι του Σαλβατόρε. Κι αυτό ακριβώς κάνει. Το μόνο που τα πράγματα δεν είναι όπως ακριβώς δείχνουν.
     Στο μεταξύ η Στέφανι προσπαθεί να ξεφύγει από τους προσωπικούς της δαίμονες γι’ αυτό πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά. Αρχίζει δηλαδή να κυνηγάει όλους αυτούς για τους οποίους πλήρωσε εγγύηση ο Βίννι, αλλά δεν εμφανίστηκαν στο δικαστήριο. Ο μεγάλος της στόχος είναι μια γνώριμη από τα παλιά, η Τζόις Μπέρνχαρντ, που κατηγορείται ότι έχει κλέψει ένα περιδέραιο από κάποιο κοσμηματοπώλη, ο οποίος έχει στο μεταξύ εξαφανιστεί. Ωστόσο αποφασίζει ότι δεν είναι έτοιμη να την αντιμετωπίσει αυτή τη στιγμή, έτσι παρέα με την πολύχρωμη και παμφάγο Λούλα, το ρίχνουν στο κυνήγι των υπολοίπων: μιας γυναίκας που κατηγορείται για απάτες με πιστωτικές κάρτες, ενός τσαντάκια και κάποιου που είναι ύποπτος για διάρρηξη. Οι προσπάθειές τους ωστόσο θα αποδειχθούν μάταιες, αφού για κάποιο απροσδιόριστο λόγο, η τύχη μοιάζει να τους έχει γυρίσει την πλάτη. Έτσι θα περιφέρονται από το ένα μέρος στο άλλο, θα τρώνε τα χαστούκια τους και θα επανέρχονται ξανά και ξανά ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα πάνε καλά.
     Και, σαν να μην την έφταναν όλα αυτά η Στέφανι, που είναι «μαγνήτης προβλημάτων», σύμφωνα με έναν από τους αγαπημένους της, βρίσκει τον εαυτό της στο επίκεντρο ενός άλλου κυκλώνα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα της στο αεροπλάνο της επιστροφής ανακαλύπτεται νεκρός, για κάποιο λόγο όλοι πιστεύουν ότι αυτή έχει στην κατοχή της μια υπερπολύτιμη φωτογραφία που κουβαλούσε εκείνος, κι έτσι βρίσκονται στο κατόπιν της. Ποιοι είναι αυτοί οι όλοι; Ένας σκληροτράχηλος αφρικανός που δουλεύει για λογαριασμό των μυστικών υπηρεσιών της Σομαλίας, δύο ουσιαστικά ακίνδυνοι άντρες τους οποίους προσέλαβε κάποιος άγνωστος, η αρραβωνιαστικιά του νεκρού και το FBI.
     Όπως θα ανέμενε κανείς έχοντας όλους αυτούς στο κατόπιν της η καημένη η κοπέλα παίρνει ανάποδες και πάει να τρελαθεί. Ευτυχώς όμως που έχει τη Λούλα που την κάνει να γελά, αλλά και την ανισόρροπη οικογένειά της («τουλάχιστον καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι για φαγητό»), που της χαρίζει κάποιου είδους ισορροπία.
     Σιγά σιγά, όπως γίνεται συνήθως, οι απαντήσεις δίνονται, τα μυστήρια λύνονται και όλα παίρνουν το δρόμο τους. Η προσωπική της ζωή ωστόσο θα συνεχίσει να βαδίζει σε τεντωμένο σκοινί.
     Ένα ακόμη μυθιστόρημα το οποίο απολαμβάνει κανείς όχι τόσο για το μυστήριο και τη δράση, όσο για τα ευτράπελα γεγονότα που περιγράφει και τους πολύχρωμους χαρακτήρες του.

Janet Evanovich – Smokin’ Seventeen

Το Smokin’ Seventeen είναι ένα από εκείνα τα αστυνομικά μυθιστορήματα που απολαμβάνει κανείς όχι τόσο για την πλοκή και τη δράση τους όσο για το χιούμορ. Η συγγραφέας μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο από καθετί άλλο να ψυχαγωγήσει τον αναγνώστη και τα καταφέρνει μια χαρά, καθώς οδηγεί τη βασική της ηρωίδα, τη Στέφανι Μπλουμ από τη μια ευτράπελη κατάσταση στην άλλη.
     Η Στέφανι εργάζεται στην επιχείρηση του ξαδέλφου της Βίνι, στο Τρέντον του Νιου Τζέρζι. Η δουλειά της είναι να συλλαμβάνει για λογαριασμό του Βίνι, αυτούς που ο τελευταίος έβγαλε με εγγύηση από τη φυλακή και δεν ανταποκρίθηκαν στις υποχρεώσεις τους. Όσο κι αν γκρινιάζει, κάθε τόσο, η δουλειά αυτή της πάει πολύ. Της αρέσει η δράση, η κίνηση, το γεγονός ότι τα πράγματα εκεί πέρα ποτέ δεν είναι πληκτικά. Το μόνο που κάποια μέρα αυτά γίνονται κάτι περισσότερο από ενδιαφέροντα καθώς στο πίσω μέρος του τροχόσπιτου, όπου στεγάζεται προσωρινά η επιχείρηση, ανακαλύπτεται το πτώμα ενός μαφιόζου. Κι αυτό θα είναι απλά το πρώτο, καθώς σύντομα θ’ ακολουθήσουν κι άλλα. Τα γεγονότα αυτά, για κάποιο λόγο, θα πείσουν την Στέφανι ότι μάλλον βρίσκεται κι αυτή στο στόχαστρο του δολοφόνου. Γιατί όμως;
     Η απάντηση δεν είναι και τόσο εύκολο να βρεθεί, και η κοπέλα δεν έχει το χρόνο να την αναζητήσει κιόλας, αφού έχει πέσει πολλή δουλειά: καταρχήν πρέπει να συλλάβει ένα γηραιό άντρα που είναι πεπεισμένος πως είναι βρικόλακας και ο οποίος αμέλησε να παρευρεθεί στη δίκη του, αλλά και μια αρκούδα του τσίρκου, η οποία είχε δοθεί στον Βίνι για εγγύηση, προτού το σκάσει.
     Σαν αυτά να μην είναι αρκετά, η Στέφανι πρέπει να αντιμετωπίσει και κάποια προβλήματα σε προσωπικό-ερωτικό επίπεδο. Καταρχήν πρέπει να διαλέξει επιτέλους ποιον από τους άντρες της ζωής της επιθυμεί για μόνιμο σύντροφό της: Τον Τζόζεφ Μορέλι, που είναι μπάτσος και ο επίσημος εραστής της ή τον Ρέιντζερ, που διευθύνει ιδιωτική εταιρεία ασφαλείας, και με τον οποίο ερωτικά μοιάζει πιο συμβατή; Ή μήπως τελικά πρέπει ν’ ακολουθήσει τη συμβουλή της μάνας της και να δοκιμάσει μια καινούρια σχέση, μ’ ένα ελκυστικό άντρα από το παρελθόν, πρώην αθλητή και καλό παιδί, που εκτός των άλλων είναι και εκπληκτικός μάγειρας;
     Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς η ζωή της κάθε άλλο παρά εύκολη είναι. Ωστόσο αυτή καταφέρνει να τη ζει μέρα με τη μέρα και ν’ αντιμετωπίζει κάθε κατάσταση όποτε αυτή προκύπτει. Το θέμα είναι ότι τον τελευταίο καιρό όλα μοιάζουν να πηγαίνουν στραβά για κείνη. Λέτε να έπιασε τελικά η κατάρα που της έβαλε η γιαγιά του Μορέλι ή μήπως για τα προβλήματά της φταίει αυτή η ίδια; Αυτό το ερώτημα θα την ακολουθεί από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου και μέχρι να απαντηθεί δεν θα βρει αναπαμό.
     Όσο δύσκολη όμως κι αν είναι η διαδρομή για κείνην, τόσο απολαυστική είναι για τον αναγνώστη, αφού στη διάρκειά της θα συναντήσει αρκετούς ιδιόρρυθμους χαρακτήρες, με πρώτη και καλύτερη τη Λούλα, που είναι ικανή να φάει… ένα βαν στην καθισιά της, και θα γελάσει με την ψυχή του για κάποια από τα παθήματά της. Όσο για το δολοφόνο, δεν είναι και τόσο δύσκολο να τον ανακαλύψει κανείς, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι διαβάζοντας κάποιος αυτό το βιβλίο το καταδιασκεδάζει. Τα υπόλοιπα περνούν σε δεύτερη μοίρα.

Jeffery Deaver – Carte Blanche

Το όνομά του είναι Μποντ. Τζέφρι Μποντ. Ξεκινάμε το κείμενο με μια μικρή υπερβολή, αφού ο καλός συγγραφέας με το Carte Blanche μοιάζει να ξαναδημιουργεί τον γνωστό πράκτορα από την αρχή, να του δίνει ζωή στη νέα εποχή. Σε μια εποχή όπου τα σύνορα είναι αόρατα, η τεχνολογία αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού, και οι διαφορές ανάμεσα στους καλούς και τους κακούς είναι πια δυσδιάκριτες.
     Όταν έγινε γνωστό ότι οι απόγονοι του Φλέμινγκ ανέθεσαν στον Ντίβερ να γράψει τη νέα περιπέτεια του Τζέιμς Μποντ, εκφράστηκαν αρκετές επιφυλάξεις. Ο συγγραφέας όμως όχι μόνο δεν τους απογοήτευσε, αλλά ίσως και να τους χάρισε το καλύτερο βιβλίο της σειράς, όπως ομολογούν οι ίδιοι οι βρετανοί: «Κανείς δεν έκανε καλύτερη δουλειά απ’ αυτόν», γράφει η Evening Standard, ενώ η Τέλεγκραφ επισημαίνει ότι ο «Ντίβερ είναι καλύτερος στην πλοκή από τον Φλέμινγκ» και «μας αποκαλύπτει έναν Μποντ με περισσότερη Σερλοκική νοημοσύνη από τον πρωτότυπο». Η Sunday Express αρκείται στο να αναφέρει ότι «το πάντρεμα» των δυο τους «μοιάζει να είναι φτιαγμένο στον ουρανό», και να προβλέψει ότι «απ’ αυτό το βιβλίο θα προκύψει μια εξαιρετική ταινία».
     Η περιπέτεια αρχίζει όταν ο Μποντ εμποδίζει την ανατίναξη ενός τρένου με τοξικά κατάλοιπα, το οποίο ταξιδεύει με προορισμό το Νόβι Σαντ στη Σερβία. Πίσω από την ματαιωμένη επίθεση κρύβεται, σύμφωνα με όλα τα στοιχεία, ένας ιρλανδός κακοποιός ονόματι Νίαλ Νταν, ο οποίος διακρίνεται τόσο για το λαμπρό του μυαλό, όσο και για το γεγονός ότι είναι αδίστακτος, αιμοσταγής. Αυτός λοιπόν, προτού αφήσει τον τόπο του εγκλήματος και ξεφύγει μέσα από τα δάχτυλα του Μποντ, θα σπείρει μερικά πτώματα. Ανάμεσά τους θα είναι και αυτό ενός νεαρού αστυνομικού, αδελφού μέλους των μυστικών υπηρεσιών της Σερβίας, κάτι που θα βάλει τον 007 σε μεγάλους μπελάδες, τόσο στην αρχή, αφού αναγκάζεται ν’ αναχωρήσει εσπευσμένα από τη χώρα, όσο και στο μέλλον.
     Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, ο έμπειρος πράκτορας, συνεχίζει να ασχολείται με την υπόθεση, η οποία όπως θα ανακαλύψει κρύβει τρομακτικές διαστάσεις καθώς, πίσω από τον Νταν, μοιάζει να κρύβεται ένας μεγαλοεπιχειρηματίας, ονόματι Χάιντ, με σκοτεινά συμφέροντα. Ωστόσο ο Μποντ, σαν πράκτορας της ΜΙ6, δεν έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει με την ίδια ελευθερία που διαθέτει στο εξωτερικό, κι έτσι αναγκάζεται να συνεργαστεί με ένα πράκτορα από την ΜΙ5, ο οποίος διακρίνεται περισσότερο για τον αυτοθαυμασμό παρά για τις επιδόσεις του. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται από την πρώτη στιγμή μια αμοιβαία αντιπάθεια, που δεν έχει τόσο να κάνει με τον ανταγωνισμό των υπηρεσιών στις οποίες εργάζονται, όσο με την αντίληψή τους για τη δουλειά. Αρχίζουν λοιπόν να βάζουν ο ένας τρικλοποδιές στον άλλο, κάτι και που δε βοηθά και πολύ στην υπόθεση, που τώρα μοιάζει να κολυμπά στα βαθιά νερά της τρομοκρατίας. Σύντομα ωστόσο ο Μποντ θ’ αναχωρήσει από το Λονδίνο, ακολουθώντας τον Νταν και το αφεντικό του, με προορισμό αρχικά το Ντουμπάι και μετά τη Νότιο Αφρική, όπου θα παιχτεί και η τελευταία πράξη του δράματος. Μέχρι να γίνει φυσικά αυτό, θα πέσουν πολλοί πυροβολισμοί, θα ακουστούν αρκετές εκρήξεις και οι βότκες-μαρτίνι και οι μοιραίες γυναίκες θα έχουν την τιμητική τους, όπως και οι συζητήσεις για τη γεωπολιτική κατάσταση στο σύγχρονο κόσμο. Κάπου μάλιστα, σε μια επίδειξη ίσως γνώσεων, ο συγγραφέας θα κάνει και μια αναφορά στην κλοπή του πτώματος του πρώην κύπριου προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου από τον τάφο του.
     Ο Τζέφρι Ντίβερ παραδίδει για μια ακόμη φορά στους αναγνώστες ένα συναρπαστικό θρίλερ με αρκετές ανατροπές, αλλά με κάπως περιορισμένη, σε σχέση με τα άλλα του βιβλία, δράση. Υιοθετώντας με ιδιαίτερη ευχέρεια το βρετανικό ύφος γραφής, ασχολείται ιδιαίτερα με τους εσωτερικούς κόσμους των ηρώων του, και ο Μποντ που μας αποκαλύπτει θυμίζει λιγότερο αυτόν των ταινιών και περισσότερο τον Τζέισον Μπορν, κάποιον δηλαδή που δεν πατάει τη σκανδάλη δίχως δεύτερη σκέψη. Δίνει επίσης πιο πολύ βάρος στις διανοητικές παρά στις σωματικές ικανότητες του ήρωά του, καθώς η μάχη που αυτός δίνει με τον Νταν μοιάζει μ’ ένα παιχνίδι σκάκι, όπου ο κάθε παίκτης προσπαθεί να προβλέψει ανά πάσα στιγμή την επόμενη κίνηση του αντιπάλου του.
     Το ερώτημα που θέτουν τώρα οι οπαδοί του Φλέμινγκ, αλλά και του 007, είναι: ποιος θα αναλάβει να γράψει το επόμενο βιβλίο; Ο Ντίβερ έχει ξαφνικά ανεβάσει τον πήχη πολύ ψηλά και θα είναι πολύ δύσκολο για κάποιον να τον ξεπεράσει. Πάντως αν η επιλογή ήταν δική μου θα παρέδιδα τη σκυτάλη, δίχως δεύτερη σκέψη, στον Ντέιβιντ Μπαλτάτσι, που και πείρα από Ευρώπη έχει, αλλά και που ξέρει πολύ καλά πως να φτιάχνει μεγάλες περιπέτειες και να σκιαγραφεί βαθιά διαταραγμένους ή μη χαρακτήρες.
     Όπως και να ’χει, αυτή ίσως να είναι η πρώτη φορά που ανυπομονώ να δω την ταινία που θα γυριστεί με βάση αυτό το βιβλίο.

Jeffery Deaver – Edge

Ο καλός συγγραφέας αφήνει για λίγο καιρό εκτός παιχνιδιού τους αγαπημένους του ήρωες, τον τετραπληγικό εγκληματολόγο Λίνκολν Ράιμ και την κινησιολόγο Κάθριν Ντανς στο Edge, για να καταπιαστεί με τις περιπέτειες του Κόρτ, κάποιου που δουλεύει σε μια υπηρεσία προστασίας μαρτύρων.
     Ο Κορτ αναλαμβάνει την προστασία της οικογένειας του Ράιαν Κέσσλερ, ενός παρασημοφορημένου αστυνομικού που βρίσκεται στο στόχαστρο ενός ακόμη άγνωστου εχθρού, αφού μοιάζει να έχει στην κατοχή του κάποια τρομέρα μυστικά. Ο άνθρωπος που ανέλαβε τον εντοπισμό και ανάκριση του τελευταίου είναι ο Φρανκ Λάβινγκ, παλιός γνώριμος και ορκισμένος εχθρός του Κορτ, αφού λίγα χρόνια πριν είχε σκοτώσει τον μέντορά του.
     Οι δύο άντρες, καθόλη τη διάρκεια της αφήγησης, μοιάζουν να παίζουν το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Ο καθένας προσπαθεί να μπει στο μυαλό του άλλου και να μαντέψει την επόμενη κίνησή του, με αποτέλεσμα οι ανατροπές ν’ ακολουθούν η μια την άλλη. Ωστόσο ο Λάβινγκ μοιάζει να έχει πάντα το πάνω χέρι, κι ο Κορτ δε διστάζει κρυφά να εκφράσει το θαυμασμό του για τις αναλυτικές του ικανότητες. Ικανότητες τις οποίες έχει αναπτύξει ικανοποιητικά κι ο ίδιος παίζοντας παιχνίδια στρατηγικής.
     Καθώς ο χρόνος κυλά σε βασανιστικά αργούς βαθμούς για την οικογένεια, η δράση γίνεται όλο και πιο καταιγιστική, ενώ πολλά μυστικά και ψέματα βγαίνουν στην επιφάνεια. Όπως αποκαλύπτεται το ένα από τα άτομα που έχει θέσει υπό την προστασία του δεν είναι ακριβώς αυτό που λέει, ενώ τα άλλα δύο με τα καμώματα και τις εμμονές τους κάθε άλλο παρά διευκολύνουν το έργο του, συμπεριφέρονται λες και θέλουν να πεθάνουν. Ο Κορτ λοιπόν επιδίδεται σ’ ένα εξουθενωτικό αγώνα δρόμου, τόσο για να εξουδετερώσει τον Λάβινγκ και να προστατεύσει την οικογένεια, όσο και για να τα βγάλει πέρα με κάποιους που μοιάζουν να το έχουν κάνει σκοπό της ζωής τους να του ροκανίσουν την καρέκλα. Σ’ αυτό το μοναχικό ουσιαστικά αγώνα θα έχει μοναδικούς του συμμάχους τη νεαρή υψηλής νοημοσύνης συνεργάτιδά του, Ντουμπόις και το αφεντικό του, που παρόλες τις πιέσεις που δέχεται εξακολουθεί να τον στηρίζει.
     Από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή όλα μοιάζουν να κρέμονται από μία κλωστή: η καριέρα του Κορτ, η οικογένεια τον Κέσσλερ, οι ελπίδες για εκδίκηση και εξιλέωση κάποιων από τους ήρωες, η ζωή μίας από αυτούς. Ο συγγραφέας εκτός από το να μας συνεπαίρνει με τις σκηνές δράσης, που διατρέχουν ολόκληρη την αφήγηση, καταπιάνεται και με τον ψυχικό κόσμο των ηρώων του – ένα κόσμο γυάλινο, που από στιγμή σε στιγμή μπορεί να σπάσει και να γίνει κομμάτια. Τα ψυχολογικά πορτρέτα που δημιουργεί είναι καλά δουλεμένα, οι χαρακτήρες του ζωντανεύουν στο χαρτί αβίαστα, με όλα τα λάθη και τα πάθη τους.
     Αυτό ίσως να είναι ένα από τα λίγα βιβλία του Ντίβερ, που αν μεταφέρονταν στη μεγάλη οθόνη θα… ευτυχούσαν. Θυμίζω ότι τα δύο μυθιστορήματά του που έχουν διασκευαστεί μέχρι τώρα, μάλλον ατύχησαν στη μεταφορά τους: Ο «Συλλέκτης οστών» μετριότατος, «σκότωσε» το βιβλίο, ενώ δεν ήταν και πολύ καλύτερο το A Maiden’s Grave, που έγινε ταινία από το HBO.
     Το επόμενο μυθιστόρημά του, που θα καταπιάνεται με τις νέες περιπέτειες του Τζέιμς Μποντ, αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Μάιο.
    

Jeffery Deaver – The Burning Wire

Τελικά ο Λίνκολν Ράιμ είναι ο μυθιστορηματικός ήρωας που δε σώζει τόσο τους άλλους, όσο το δημιουργό του. Το λέω αυτό αφού στο The Burning Wire, νέο μυθιστόρημα του Τζέφρι Ντίβερ ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με κάτι που μοιάζει με νεκρανάσταση του συγγραφέα, ο οποίος με τα δύο τελευταία του μυθιστορήματα φαίνονταν να έχει πάρει την κάτω βόλτα. Ο Ράιμ μοιάζει να παραδίδει μαθήματα στον Ντίβερ για το πώς γράφεται ένα συναρπαστικό θρίλερ και τα καταφέρνει πολύ καλά μάλιστα. Ναι, ξέρω, κουφό ακούγεται αυτό, αλλά τι σημασία έχει; Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι στο The Burning Wire συναντάμε και πάλι εκείνο τον εξαιρετικό συγγραφέα, που πρωτογνωρίσαμε στις πρώτες περιπέτειες του Ράιμ, αλλά και της… συνταξιούχου πια Ρουν.
     Ο τετραπληγικός Ράιμ, που μοιάζει να περνάει μία ακόμη υπαρξιακή κρίση, τον τελευταίο καιρό δεν έχει και πολλά πράγματα να κάνει και απλά πλήττει. «Δώσε με μια υπόθεση να λύσω και πάρε μου την ψυχή», μοιάζει να σκέφτεται. Και ο δημιουργός του δε του χαλά το χατίρι, αφού του δίνει όχι μόνο μία αλλά δύο, εξίσου σημαντικές υποθέσεις. Η μια, που διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη, αφορά τις παρανοϊκές πράξεις κάποιου δυσαρεστημένου υπαλλήλου μιας ηλεκτρικής εταιρείας, που βάζει στο στόχαστρο αθώους ανθρώπους σε μια προσπάθεια να αφυπνίσει το κοινό στους κίνδυνους της υπερκατανάλωσης ενέργειας και η δεύτερη, έχει να κάνει μ’ ένα παλιό γνώριμο του Ράιμ, τον «Ωρολογά», που έχει πάει στο Μεξικό για να δολοφονήσει κάποιον.
     Η πρώτη υπόθεση είναι και η πιο σημαντική, αφού όλοι φοβούνται ότι πίσω από τις πράξεις του δολοφόνου, κρύβεται κάποια τρομοκρατική οργάνωση, που σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τον ηλεκτρισμό σαν όπλο μαζικής καταστροφής – ένα όπλο τρομακτικό, αφού στόχος του μπορεί να είναι ο καθένας μια κι ο ηλεκτρισμός υπάρχει σε κάθε σπίτι, σε κάθε υποδομή, στους δρόμους, στις πλατείες, ακόμη και στους υπονόμους. Ο άγνωστος αρχικά δράστης μοιάζει να ενεργεί βάσει σχεδίου, να κινείται σα φαντομάς, δίχως να αφήνει ίχνη πίσω του, κάτι που μαρτυρεί υψηλό δείκτη νοημοσύνης και που αναγκάζει τους διώκτες του να τον πάρουν στα σοβαρά. Ενώ ο Ράιμ προσπαθεί να δέσει τα ανύπαρκτα σχεδόν στοιχεία για να λύσει το γρίφο, ένας παλιός του και παλιός μας γνώριμος, ο ντετέκτιβ Φρεντ Ντελρέι, προσπαθεί να μάθει ό,τι μπορεί απ’ τους πληροφοριοδότες του στο δρόμο, ενώ οι αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες επιχειρούν να ψαρέψουν στοιχεία από το διαδίκτυο. Τίποτα όμως δεν είναι όπως δείχνει κι έτσι η μία ανατροπή θ’ αρχίσει να διαδέχεται την άλλη, μέχρι που τελικά θα δοθεί η απροσδόκητη λύση. Στο μεταξύ ο αναγνώστης θα μάθει ένα σωρό πράγματα για τον ηλεκτρισμό (ίσως περισσότερα απ’ όσα θα ήθελε να ξέρει), θα δει να ξετυλίγονται μπροστά του δράματα και να τίθενται νέα ερωτήματα, τα οποία φέρνουν κάποιους απ’ τους πρωταγωνιστές αντιμέτωπους με τους προσωπικούς τους δαίμονες. Στο μεταξύ στο Μεξικό επίκειται μια μεγάλη καταστροφή, που μόνο το εύστροφο μυαλό του Ράιμ μπορεί να αποτρέψει.
     Ο Ντίβερ παίζει πολύ έξυπνα τα χαρτιά του. Ρίχνει υποψίες από δω κι από κει, αφήνει να διαρρεύσουν κάποια μικρά μυστικά για να παρασύρει τις σκέψεις του αναγνώστη αλλού και βασανίζει τους ήρωές του, φέρνοντάς τους πολλές φορές στα όρια της απόγνωσης. Η συνταγή είναι παλιά, δοκιμασμένη και σ’ αυτό το βιβλίο απόλυτα επιτυχημένη. Ένα συναρπαστικό θρίλερ, που μετά τις πρώτες σελίδες, κινείται σε καταιγιστικούς ρυθμούς, λες και οι ήρωες προσπαθούν να προλάβουν κάποια αντίστροφη μέτρηση, προσφέροντας στους φίλους της καλής αστυνομικής λογοτεχνίας ένα απολαυστικό ανάγνωσμα.

Jeffery Deaver – Roadside Crosses

Δεν μπορώ να πω ότι δεν το περίμενα: Ο Τζέφρι Ντίβερ άρχισε να κάνει κοιλιά! Όχι κυριολεκτικά βέβαια (ίσως και κυριολεκτικά, δεν ξέρω), αλλά στη γραφή του. Το νέο του βιβλίο με τίτλο Roadside Crosses θυμίζει σε όλα τα παλιά του, και έτσι τίποτα απ’ αυτά που παρουσιάζει εδώ δε μοιάζει να μας εκπλήσσει πια. Οι ανατροπές αναμενόμενες, οι ρυθμοί πιο αργοί παρά ποτέ, αλλά και η δράση, όπου υπάρχει, πολλή και η αγωνία στα ύψη. Αν και όπως διαβάζω ετοιμάζει τρίτο τόμο με τις περιπέτειες της κινησιολόγου Κάθριν Ντανς, κάτι μου λέει ότι αυτή η ηρωίδα έφαγε τα ψωμιά της προτού καλά-καλά πάρει μορφή. Ίσως ο καλός συγγραφέας να προσπάθησε μ’ αυτή να φτιάξει τη θηλυκή εκδοχή του Λίνκολν Ράιμ, αλλά σαν να μην τα πολυκατάφερε. Γύρω από το Ράιμ (που σύντομα επιστρέφει με μια νέα περιπέτεια) κινούνται πολλοί ενδιαφέροντες και «ζωντανοί» χαρακτήρες, ενώ εδώ όλα περιστρέφονται γύρω από τη Ντανς, μια ηρωίδα πιο «θνητή», αλλά και πολύ πιο αδύναμη, που σε τίποτα δε θυμίζει το άλλο του σημαντικό γυναικείο δημιούργημα, τη Ρουν, που με τα κατορθώματά της μας καθήλωσε για τρεις τόμους.
     Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή. Όλα αρχίζουν με ένα δυστύχημα. Το αυτοκίνητο που οδηγεί ένας νεαρός ξεφεύγει από την πορεία του με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο νεαρές γυναίκες και άλλη μία να τραυματιστεί. Ως εδώ, όλα σχετικά καλά. Η κατάσταση ωστόσο δε θα αργήσει να ξεφύγει, καθώς το άρθρο ενός γνωστού μπλόγκερ για το δυστύχημα, θα σταθεί η αφορμή για το ξέσπασμα ενός ανώνυμου κυρίως κύματος μίσους εναντίον του νεαρού οδηγού. Θ’ αρχίσουν όλοι να τον κατηγορούν για το ένα και για το άλλο, θα κατηγορούν τις αρχές για ολιγωρία, και θα τον καταδικάζουν στα μάτια του κόσμου σαν ένα διεστραμμένο εγκληματία. Μέχρι που δε θα αντέξει πια και θα ραγίσει. Και τότε θα πάρει την κατάσταση στα χέρια του, ψάχνοντας για εκδίκηση. Μια εκδίκηση που θα είναι σκληρή και πέρα από κάθε φαντασία.
     Το βιβλίο αυτό μοιάζει με κατασκευή. Ο προσεκτικός αναγνώστης πολύ εύκολα θα αντιληφθεί ότι τα πράγματα δεν είναι όπως ακριβώς δείχνουν, και ο τακτικός θα καταλάβει δίχως κόπο ότι ο συγγραφέας παρατραβάει κάπως το κείμενό του στην προσπάθεια να γράψει τις «αναγκαίες» τετρακόσιες σελίδες. Ωστόσο, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, ο Ντίβερ τολμά. Τολμά να βουτήξει βαθιά στον απίθανο ψηφιακό κόσμο, γράφοντας για ηλεκτρονικά παιχνίδια, άβαταρ, μπλογκς, για την άλλη πραγματικότητα, εκείνη που οι περισσότεροι συνάδελφοί του της ίδιας ηλικίας αγνοούν. Αλλά επιμένουμε: το βιβλίο χωλαίνει. Αν ήταν εκατό σελίδες πιο μικρό θα μιλούσαμε για μια καταιγιστική περιπέτεια. Όπως είναι όμως, δε θα μπορούσαμε παρά να το χαρακτηρίσουμε απλά, σα μια περιπέτεια που κρατάει πολύ, κι ας διαδραματίζονται σε λίγες μόλις μέρες τα γεγονότα που ανιστορεί.
     Όσοι δεν ξέρουν καλά τη δουλειά του συγγραφέα θα το απολαύσουν. Οι υπόλοιποι ας κρατήσουν ζωντανή την ελπίδα για μια καλύτερη συνέχεια.

Jo Nesbo – The Snowman

Ο Τζο Νέσμπο είναι ένας από εκείνους τους συγγραφείς που αν μη τι άλλο πάνε από το καλό στο καλύτερο. Ο «Χιονάνθρωπος» είναι το έβδομο μυθιστόρημα που έγραψε με πρωταγωνιστή τον Χάρι Χόλε, ένα ντετέκτιβ που μοιάζει να ακροβατεί ακατάπαυστα πάνω από την άβυσσο, που είναι μόνιμα στο στόχαστρο των συναδέλφων και ανωτέρων του, που παλεύει με τον αλκοολισμό του και που όλο πέφτει, αλλά δεν μένει κάτω για πολύ, μα σηκώνεται και συνεχίζει.
     Τα πράγματα ποτέ δεν είναι εύκολα γι’ αυτόν και δεν θα είναι ούτε κι αυτή τη φορά, καθώς θα κληθεί να εξιχνιάσει μια σειρά από παρόμοια εγκλήματα πίσω από τα οποία κρύβεται ένας ευφυής δολοφόνος τον οποίο οι μπάτσοι βαφτίζουν Χιονάνθρωπο (ενώ τα ΜΜΕ τον αποκαλούν Σίδερο), κι αυτό λόγω του ότι όπου κι αν χτυπήσει, αφήνει μετά πίσω του ένα χιονάνθρωπο, προκαλώντας μ’ αυτό τον τρόπο τις διωκτικές αρχές. Σαν να τους λέει: πιάστε με εάν μπορείτε. Μπορούν; Μάλλον όχι. Κι αυτό επειδή τα αφεντικά του Χάρι δεν θέλουν να τον πιστέψουν όταν τους λέει απ’ τις αρχές αρχές ότι μάλλον έχουν να κάνουν μ’ έναν κατ’ εξακολούθηση δολοφόνο, και έτσι μέχρι να το κάνουν αυτό χάνεται πολύς και πολύτιμος χρόνος. «Εδώ δεν είναι Αμερική», σκέφτονται και κοροϊδεύουν τον Χάρι, αφού θεωρούν ότι τα σεμινάρια που παρακολούθησε στο FBI του έχουν φουσκώσει τα μυαλά.
     Όσο περνά ο καιρός όμως τα εγκλήματα πολλαπλασιάζονται και τα πτώματα διαμελισμένων γυναικών αρχίζουν να εμφανίζονται εδώ κι εκεί.
     Ποιος κρύβεται πίσω από τις ακραίες αυτές ενέργειες και τι είναι αυτό που τις προκαλεί; Τι συνδέει τα θύματα; Και τι σχέση έχουν αυτές οι υποθέσεις του 2004 με κάποια άλλη που διαδραματίστηκε εικοσιτέσσερα χρόνια πριν σε μια πόλη πολύ μακριά από το Όσλο;
     Όσο περνούν οι μέρες τα ερωτήματα πληθαίνουν, κι όσο συμβαίνει αυτό τόσο ο Χάρι παλεύει με τον εαυτό του. Από τη μια νιώθει ότι οι υποθέσεις αυτές τον επηρεάζουν κατά κάποιο τρόπο προσωπικά σε ό,τι αφορά την ψυχολογία του, κι ας μην μπορεί να καταλάβει το πώς και το γιατί. Από την άλλη δεν του αφήνουν αρκετό ελεύθερο χρόνο για να συναντάει όσο συχνά θα ήθελε την πρώην φίλη του Ρακέλ και το γιο της, που κατά κάποιο τρόπο τον θεωρεί πατέρα του. Κι από μια τρίτη πλευρά τον οδηγούν όλο και πιο πολύ προς το αγαπημένο του καταφύγιο, το αλκοόλ, το οποίο αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να αποφύγει.
     Ο συγγραφέας φτιάχνοντας μαεστρικά το μύθο του μας ταξιδεύει στο χώρο και στο χρόνο και καταπιάνεται σε βάθος με την ψυχολογική κατάσταση των ηρώων του. Και ίσως για πρώτη φορά χαρίζει στον Χάρι μια αδελφή-συναδελφική ψυχή, την οποία συναντά στο πρόσωπο της νεαρής ελκυστικής ντετέκτιβ Κατρίνε Μπρατ, η οποία είναι η μοναδική που τον πιστεύει από την πρώτη στιγμή και η οποία φαίνεται διατεθειμένη να κάνει τα πάντα ώστε να μη λείψει στιγμή απ’ το πλευρό του. Ο αγώνας τους πολλές φορές θα μοιάζει μοναχικός, ανέλπιδος, αλλά σε ολόκληρη τη διάρκειά του θα στηρίζει συνεχώς ο ένας τον άλλο, και τα όποια σκοτεινά μυστικά έρθουν στη φόρα, δεν θα σταθούν ικανά να διαρρήξουν τη σχέση εμπιστοσύνης που από τη μια στιγμή στην άλλη έχει αναπτυχθεί ανάμεσά τους.
     Οι καλά σκιαγραφημένοι χαρακτήρες, η περίτεχνη πλοκή, η δράση και η αγωνία, τα μυστικά και τα ψέματα, καθιστούν αυτό το μυθιστόρημα ένα από τα καλύτερα θρίλερ που έχω διαβάσει φέτος και καθιερώνουν τον Χάρι Χόλε σαν ένα από τους πλέον αγαπημένους μου λογοτεχνικούς ήρωες. Το συστήνω σε κάθε φίλο του καλού αστυνομικού βιβλίου.

Jo Nesbo – The Devil’s Star

Οι αγγλοσάξονες για κάποιο περίεργο λόγο προσπαθούν να πλασάρουν τον Τζο Νέσμπο (αν έτσι προφέρεται το επίθετό του – δεν έχω ιδέα) σαν τον σκανδιναβό διάδοχο του Στιγκ Λάρσον, κάτι που στα δικά μας μάτια φαντάζει τουλάχιστον ειρωνικό από τη στιγμή που ο πρώτος άρχισε να δημοσιεύει δέκα σχεδόν χρόνια πριν από τον δεύτερο.
     Τον κεντρικό ρόλο στο The Devil’s Star, όπως και στα περισσότερα του συγγραφέα, κρατά ο αλκοολικός ντετέκτιβ Χάρι Χολ. Η ζωή του Χολ είναι μια σειρά από λάθη και η καριέρα του μοιάζει να οδηγείται, εξαιτίας του αλκοολισμού του, σε πρόωρο τέλος. Αν και εξαιρετικός στη δουλειά του και βρισκόμενος υπό την προστασία του προϊσταμένου του, σύντομα θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το αστυνομικό σώμα.
     Προτού όμως το κάνει αυτό πρέπει να δουλέψει για τη διαλεύκανση μιας περίεργης υπόθεσης, που φτάνει στα χέρια του εν μέσου του θέρους και, αναγκαστικά, λειψανδρίας στο αστυνομικό τμήμα. Μια γυναίκα ανακαλύπτεται δολοφονημένη στη μπανιέρα της. Ο δείκτης του αριστερού της χεριού έχει αποκοπεί, ενώ πίσω από τη βλεφαρίδα του ενός ματιού κάποιος ανακαλύπτει ένα μικροσκοπικό κόκκινο διαμάντι με σχήμα αστεριού πέντε γωνιών – του αστεριού του διαβόλου. Ο δολοφόνος δεν έχει αφήσει πίσω του κανένα απολύτως ίχνος. Ο Χάρι επισκέπτεται τη σκηνή του εγκλήματος, παρατηρεί τα πάντα, έχει τη συνήθη του κόντρα με τον μεγαλύτερό του εχθρό στο τμήμα, κάποιον που υποψιάζεται ότι είναι βρώμικος μπάτσος και αποχωρεί – το μπαρ τον περιμένει.
     Καθώς το νήμα της υπόθεσης ξετυλίγεται ο Χάρι έρχεται όλο και πιο συχνά πρόσωπο με πρόσωπο με τους προσωπικούς του δαίμονες, με τις ενοχές του. Αναγνωρίζει ότι το αλκοόλ δεν είναι η λύση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει και πως πρέπει να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να αλλάξει – ακόμη και να συμμαχήσει μ’ εκείνον που θεωρεί… διάβολο. Το ξέρει ότι η δουλειά του είναι που τον τρώει. Κουράστηκε, κι ας είναι ακόμη νέος. Βαρέθηκε να βλέπει σπαρμένα πτώματα από δω κι από κει, να ξιφομαχεί με ανεμόμυλους. Πρέπει ν’ αλλάξει δουλειά. Να κάνει κάτι καινούριο. Προτού πιάσει απόλυτα πάτο – αν δεν το έχει κάνει ήδη δηλαδή.
     Ο συγγραφέας σκιαγραφεί με αδρές πινελιές τα χαρακτηριστικά του ήρωά του. Τον εμφανίζει σαν υπεράνθρωπο και βαθιά ανθρώπινο την ίδια ώρα. Σκληρό και τρυφερό. Πεισματάρη και υποχωρητικό. Μόνιμα κουρασμένο, αλλά με ασυνήθιστες αντοχές. Και του χαρίζει φίλους πιστούς – κάποιους που δε θα τον εγκαταλείψουν στην πιο δύσκολή του ώρα, αλλά θα σταθούν δίπλα του, βάζοντας σε κίνδυνο και τις ίδιες τις ζωές τους.
     Το βιβλίο διαβάζεται γρήγορα, σε μια-δυο καθισιές, όπως κάθε καλό αστυνομικό μυθιστόρημα. Οι ανατροπές διαδέχονται η μια την άλλη, όμως όχι με καταιγιστικούς ρυθμούς. Έρχονται όταν και όποτε πρέπει. Ο συγγραφέας με την πλοκή καταφέρνει να κρατά το ενδιαφέρον μας αμείωτο, να ρίχνει στοιχεία-παγίδες στο δρόμο μας και να μας εκπλήσσει. Τίποτα ή σχεδόν τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και καθώς η ώρα των αποκαλύψεων πλησιάζει νιώθουμε ότι ο Χάρι θα ξεπεράσει τον εαυτό του, θα νικήσει τους δαίμονές του και θα λύσει όλους τους γρίφους. Ή σχεδόν όλους. Κι αυτό αφού ο Νέσμπο αποφασίζει να αφήσει το τέλος μερικώς ανοικτό. Προφανώς για να επιτρέψει στον ήρωά του να επιστρέψει κάποτε στο μέλλον στο προσκήνιο και να «σώσει τη μέρα» που λένε κι οι αμερικανοί.
     Ένα καλογραμμένο θρίλερ, που θα ικανοποιήσει και τους πιο απαιτητικούς φίλους του είδους.

John Sandford – Buried Prey

Το παρελθόν επιστρέφει για να στοιχειώσει τη ζωή του Λούκας Ντάβενπορτ στο Buried Prey, καθώς κάποιοι εργάτες ανακαλύπτουν τυχαία στα θεμέλια μιας οικοδομής, που επρόκειτο να γκρεμίσουν, τα πτώματα δύο κοριτσιών, που είχαν εξαφανιστεί εικοσιπέντε χρόνια πριν. Για την απαγωγή και, σίγουρη όπως θεωρούσαν δολοφονία τους, είχαν συλλάβει  τότε έναν άστεγο ονόματι Τέρι Σκρέιπ, που είναι πλέον νεκρός, ο οποίος επέμενε από την αρχή και μέχρι την τελευταία στιγμή ότι ήταν αθώος.
     Ο Λούκας, που εκείνη την εποχή ήταν απλά ένας νέος αστυνομικός που περιπολούσε στην περιοχή και ονειρευόταν να γίνει κάποια μέρα ντετέκτιβ, ενεπλάκη από την αρχή στην υπόθεση και ήταν αυτός μάλιστα που ανακάλυψε που κρυβόταν ο Σκρέιπ, οδηγώντας έτσι τις αρχές στη σύλληψή του. Τα στοιχεία που υπήρχαν εναντίον του ωστόσο ήταν περιστασιακά, έτσι αναγκάστηκαν να τον αφήσουν ελεύθερο, υπό στενή παρακολούθηση. Προτού περάσει πολύς καιρός όμως έπεσε νεκρός από σφαίρα και έτσι η υπόθεση μπήκε στο ψυγείο. Έτσι κι αλλιώς όλοι σχεδόν ήταν σίγουροι ότι αυτός κρυβόταν πίσω από το έγκλημα. Σχεδόν όλοι, αφού ο Λούκας είχε τις αμφιβολίες του, αλλά νέος καθώς ήταν στο σώμα, δεν μπόρεσε να τις εκφράσει, ώστε να μην έρθει σε αντιπαράθεση με το μελλοντικό του αφεντικό, Κουέντιν Ντάνιελ, που ήταν ο επικεφαλής της δίωξης των εγκλημάτων βίας.
     Τώρα, καθώς θυμάται το μακρινό παρελθόν, ο Λούκας σκέφτεται ότι όλα θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς. Αν δεν υπέκυπτε στις πεποιθήσεις του αφεντικού του, αν συνέχιζε να διερευνά την υπόθεση, τότε ίσως να έσωζε τα δύο κορίτσια, αλλά ίσως και κάποιους άλλους ανθρώπους, που στο πέρασμα του χρόνου θα έχασαν σίγουρα τη ζωή τους από τα χέρια ενός σαδιστή δολοφόνου. Ο τρόπος που έθαψε τα σώματα των κοριτσιών ο θύτης, δείχνει ότι ήταν κάποιο συγκροτημένο άτομο και μάλιστα υψηλής ευφυΐας, σε αντίθεση με τον άστεγο, αλήτη αλλά και σχιζοφερνή Σκρέιπ.
     Ένα μεγάλο μέρος της υπόθεσης διαδραματίζεται στο μακρινό χθες, στους δρόμους μιας πόλης, της Μινεσότα, που ξεχείλιζαν από βία. Οι κλοπές, το εμπόριο ναρκωτικών, τα δολοφονικά χτυπήματα και οι ληστείες, βρίσκονταν στην καθημερινή διάταξη, και οι αρχές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να διατηρήσουν την ειρήνη – διερευνούσαν ακόμη και τις δολοφονίες των μελών της μιας ή της άλλης συμμορίας, κι ας όλοι γνώριζαν ποιοι κρύβονταν πίσω από αυτές. Ή μήπως όχι; Ίσως και όχι, αφού διερευνώντας μια τέτοια δολοφονία ο Λούκας θα ανακάλυπτε ότι συνδεόταν άμεσα με την απαγωγή των κοριτσιών και θα γεννούσε μέσα του περισσότερες αμφιβολίες για την ενοχή του Σκρέιπ. Αλλά, αυτό δεν ήταν το μοναδικό στοιχείο που έδειχνε ότι πιθανότατα πίσω από τα εγκλήματα κρυβόταν κάποιος άλλος. Ήταν και η ύπαρξη ενός μυστηριώδους άντρα με το όνομα Τζον Φελ, που τριγυρνούσε τότε στην περιοχή και δεν έχανε την ευκαιρία να κατηγορεί τον Σκρέιπ, για να εξαφανιστεί στη συνέχεια.
     Ο Λούκας, προσπαθώντας να βάλει επιτέλους ένα τέλος σ’ αυτή την υπόθεση και να σκοτώσει τις ενοχές του, θ’ αρχίσει σιγά σιγά ν’ απομακρύνεται από τους συναδέλφους και την οικογένειά του, να κλείνεται πεισματικά στον εντός του κόσμο. Και ρίχνοντας συστηματικά γροθιές στον εαυτό του, μοιάζει να προσπαθεί να εξιλεωθεί για την τότε αμέλειά του. Η γυναίκα του ωστόσο και η υιοθετημένη κόρη του, δεν θα τον αφήσουν να παρεκτραπεί. Και οι φίλοι του θα είναι εκεί όταν θα τους χρειαστεί.
     Το βιβλίο αυτό δεν διαβάζεται τόσο σαν περιπέτεια όσο σαν ένα ψυχολογικό θρίλερ. Ο συγγραφέας κάνει βαθιές βουτιές στις ψυχές των ηρώων του, εντοπίζει τις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους, κεντά με ψιλοβελονιές τα υφαντά του μέσα τους. Ένα εξαιρετικό, από κάθε άποψη, αστυνομικό μυθιστόρημα.

Jussi Adler-Olsen – The Keeper of Lost Causes

Ο βασικός πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα The Keeper of Lost Causes του επιτυχημένου δανού συγγραφέα είναι ο ντετέκτιβ Carl Mørch. Πρόκειται για έναν από εκείνους τους χαρακτήρες που παραμένουν βαθιά χαραγμένοι στη μνήμη του αναγνώστη, ακριβώς λόγω του ποιοι ή πως είναι: ιδιότροποι, ιδιόρρυθμοι, εκρηκτικοί, με προβλήματα με την εξουσία, αλλά από την άλλη: πιστοί στους φίλους, πεισματάρηδες, αφιερωμένοι με όλο τους το είναι σ’ αυτό που κάνουν, κι ας τεμπελιάζουν πού και πού.
     Σαν ένας ενοχλητικός τεμπέλης, με ψυχολογικά προβλήματα: έτσι εμφανίζεται στην αρχή αυτού του βιβλίου ο Καρλ. Έχει μόλις επιστρέψει στη δουλειά έπειτα από τον τραυματισμό του με σφαίρα στο κεφάλι, σ’ ένα περιστατικό στο οποίο δύο καλοί του φίλοι και συνάδελφοι υπήρξαν θύματα επίσης. Ο ένας έχασε τη ζωή του, ενώ ο άλλος βρίσκεται σε κατατονική κατάσταση στο νοσοκομείο. Ο Καρλ νιώθει κατά κάποιο τρόπο υπεύθυνος γι’ αυτό που έγινε. Αν τραβούσε έγκαιρα το όπλο του, αν σημάδευε το θύτη τους, τα πράγματα ίσως να ήταν αλλιώς. Αλλά δεν το έκανε και τώρα πρέπει να ζήσει με τις συνέπειες των πράξεών του – συνέπειες τραγικές, αφού τώρα πια ουσιαστικά διαβαίνει τη ζωή απόλυτα μόνος και όσο περνά ο καιρός γίνεται όλο και πιο δύσθυμος.
     Ο Καρλ είναι ένας από εκείνους τους τύπους που πιο εύκολα κάνουν εχθρούς παρά φίλους. Αυτοί που τρέφουν κάποια συμπάθεια στο πρόσωπό του είναι ελάχιστοι και όλο και λιγοστεύουν και κάποιοι σκέφτονται ότι ίσως έχει φτάσει η ώρα να τον ξεφορτωθούν, κι ας θεωρείται ήρωας. Να τον απολύσουν δεν μπορούν, έτσι μη έχοντας άλλη επιλογή, του δίνουν προαγωγή και του αναθέτουν μια νέα μονάδα της αστυνομίας, που δημιουργήθηκε μετά από πολιτικές πιέσεις, με αποκλειστικό σκοπό την διερεύνηση παλιών και άλυτων υποθέσεων. Αυτός δέχεται αρχικά αυτή την υποτιμητική προαγωγή με δυσθυμία και φανερή βαριεστιμάρα, αλλά όσο περνούν οι μέρες η διάθεσή του αλλάζει. Χωρίς ν’ αφήνει τους προϊστάμενούς του σε χλωρό κλαρί, αρχίζει σιγά σιγά να μπαίνει στο πετσί του ρόλου που του έχει ανατεθεί και με τη βοήθεια του πιστού του βοηθού Χάφεζ Αλ-Άσαντ, βάζει σύντομα μια τάξη στο υπόγειο γραφείο που του έχει διατεθεί. Και, προτού περάσει και πολύς καιρός, αρχίζει να διερευνά την πρώτη υπόθεση. Αυτή αφορά την αυτοκτονία μιας νεαρής πολιτικού ονόματι Μερέτε Λινγκάαρντ, πέντε χρόνια πριν, η οποία είχε τότε απασχολήσει πολύ το αστυνομικό σώμα καθώς το πτώμα της δεν βρέθηκε ποτέ, ενώ υπήρξαν και κάποιες υποψίες ότι δολοφονήθηκε. Πιάνοντας το νήμα της υπόθεσης από την αρχή και συνεχίζοντας την έρευνα με πείσμα μουλαριού και με κάθε συμβατικό ή μη τρόπο, ο Καρλ σύντομα θ’ ανακαλύψει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως ακριβώς δείχνουν, και ότι οι καλοί του συνάδελφοι, αυτοί που τώρα δεν χάνουν ευκαιρία να τον διαβάλουν, τότε τα έκαναν θάλασσα. Στο μεταξύ, όντας ο καλύτερος ντετέκτιβ της αστυνομίας της Κοπεγχάγης, βοηθά αυτούς τους ίδιους συνάδελφους να διαλευκάνουν μια νέα υπόθεση, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τις απαιτήσεις της εν διαστάσει γυναίκας του, ενός ατάλαντου ψώνιου που την έχει δει ζωγράφος, και του γιου της, τον οποίο αμέλησε να πάρει μαζί της όταν έφυγε απ’ το σπίτι.
     Παράλληλα μ’ αυτή την ιστορία διαβάζουμε μιαν άλλη: αυτή μιας γυναίκας που απήχθηκε και κρατείται σε ένα κρύο, αποστειρωμένο δωμάτιο από τρεις σαδιστές εγκληματίες, δύο άντρες και μια γυναίκα. Παρακολουθούμε λεπτό το λεπτό τον αγώνα και την αγωνία της καθώς προσπαθεί να νύχια και με δόντια να κρατηθεί από τη ζωή. Χωρίς να το ξέρει πληρώνει κάποιες παλιές αμαρτίες, αμαρτίες για τις οποίες όσο και να το ήθελε η ίδια, δεν θα μπορούσε ποτέ να εξιλεωθεί.
     Αυτό είναι ένα καλογραμμένο αστυνομικό μυθιστόρημα, που ξεχωρίζει όχι μόνο για την υπόθεση, αλλά και για τους εξαιρετικά σκιαγραφημένους χαρακτήρες του, και το οποίο αξίζει να διαβαστεί από κάθε φίλο του είδους. Ο συγγραφέας δημιούργησε για τους σκοπούς της αφήγησης μερικούς ήρωες μοναδικούς: με χιούμορ και κακία, με ψυχολογικά προβλήματα και υπομονή, που κρύβουν σημαντικά κι ασήμαντα μυστικά και τρομερές αλήθειες. Ήρωες που αγωνίζονται καθημερινά για να ζήσουν, αλλά και που πασκίζουν για να πεθάνουν. Ήρωες καθημερινούς, με όλες τις αδυναμίες, τα προβλήματα και τις μικροπρέπειές τους.

Karin Fossum – Bad Intentions

Αν βαρεθήκατε τα αμερικανικά θρίλερ καταδίωξης, τα βρετανικά βιβλία μυστηρίου, τα νουάρ του ευρωπαϊκού νότου, ή ακόμη και τον Στιγκ Λάρσον, και ζητάτε κάτι το διαφορετικό σε ό,τι αφορά την αστυνομική λογοτεχνία, τότε καλό θα ήτανε να ρίξετε μια ματιά στο έργο της Καρίν Φόσουμ. Προς το παρόν, και από ό,τι γνωρίζω, δεν έχει κυκλοφορήσει κανένα βιβλίο της στα ελληνικά, αλλά δεν αποκλείεται αυτό να συμβεί σύντομα, αφού έχει ήδη μεταφραστεί σε εικοσιπέντε γλώσσες και οι αγγλοσάξονες την έχουν κιόλας βαφτίσει: Νορβηγίδα Βασίλισσα του εγκλήματος.
     Η Φόσουμ γράφει πολύ διαφορετικά από κάθε συγγραφέα που έχω μέχρι σήμερα διαβάσει, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το αστυνομικό βιβλίο. Το μυστήριο γι’ αυτή δεν μοιάζει να είναι και τόσο σημαντικό, δεν του δίνει και ιδιαίτερη σημασία. Και γι’ αυτό μας προϊδεάζει δίχως ενδοιασμό από την αρχή για τη λύση του αινίγματος. Μέχρι να συμβεί αυτό όμως μας ταξιδεύει στις ψυχές και στα σκοτάδια που κρύβουν μέσα τους οι πρωταγωνιστές, μέσα από τους διαλόγους των ηρώων της φιλοσοφεί για τα της ζωής και μας δείχνει ότι ένα οποιοδήποτε γεγονός, ακόμη και ένα ατύχημα, μπορεί ν’ αλλάξει τη ζωή κάποιου για πάντα, να τη συντρίψει.
     Στο Bad Intentions όλα αρχίζουν όταν τρεις φίλοι πηγαίνουν σε μια καλύβα στη Λίμνη των Νεκρών Νερών για να ξοδέψουν το Σαββατοκύριακο. Ο ένας απ’ αυτούς, ο Γιον, βρίσκεται έξω με άδεια από το ψυχιατρικό ίδρυμα όπου παρακολουθείται. Λίγους μήνες πριν συνέβηκε κάτι που τον έκανε να χάσει λίγο πολύ τη θέλησή του για ζωή, αλλά το τι ακριβώς είναι αυτό, δεν θα το μάθουμε σύντομα. Καθώς λοιπόν οι τρεις τους πηγαίνουν βαρκάδα, ο Γιον στέκεται ξαφνικά όρθιος και μετά αφήνεται να πέσει στα νερά της λίμνης. Ο Ράιλι, ο ένας φίλος, θέλει να πέσει και να τον σώσει, αφού δεν ξέρει κολύμπι, αλλά ο Άξελ, ο άλλος, που ήταν πάντοτε ο αρχηγός της παρέας, του το απαγορεύει, αφού είναι σίγουρος πως αν προσπαθήσει να το κάνει θα πνιγεί κι αυτός. Επιστρέφουν λοιπόν στην καλύβα και αρχίζουν να φτιάχνουν μεταξύ τους το παραμύθι που θα πουν στην αστυνομία όταν την καλέσουν το επόμενο πρωί. Ο Άξελ μοιάζει να έχει πλήρη έλεγχο της κατάστασης, αλλά ο Ράιλι φαίνεται να τα έχει χαμένα. Ωστόσο μ’ αυτά κι αυτά θα πουν την ιστορία τους στον επιθεωρητή Κόνραντ Σέγερ και το συνέταιρό του Γιάκομπ Σκάρρε, που έσπευσαν εκεί, και φεύγοντας θα νιώθουν λίγο πολύ σίγουροι ότι θα τη βγάλουν καθαρή. Του Σέγερ όμως, κάτι του βρωμά σ’ αυτή την υπόθεση, αλλά δεν μπορεί να πει ακριβώς τι.
     Οι βδομάδες γρήγορα περνούν και ο Άξελ συνεχίζει να ζει όπως πάντα, γεμάτος πονηριά και αυτοπεποίθηση, ενώ ο Ράιλι κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό του, αλλά και αφιερώνεται επίσης όλο και πιο πολύ στη μελέτη του Κορανίου, το οποίο άρχισε να διαβάζει την ίδια ακριβώς εποχή, που η ζωή του Γιον άλλαξε ξαφνικά πορεία. Οι μεταξύ τους συναντήσεις είναι συχνές και οι συζητήσεις τους περιστρέφονται συνήθως γύρω από το ίδιο θέμα: το θάνατο του φίλου τους. Συχνά-πυκνά όμως συζητάνε και τα της ζωής, κι εκεί ακριβώς είναι που βγαίνουν στο φως οι διαφορές τους. Και οι δυο τους το φιλοσοφούν. Και οι δυο ρίχνουν τους αφορισμούς τους. Διαβάζουμε: «Αν οι άνθρωποι έλεγαν πάντα την αλήθεια, τίποτα δεν θα λειτουργούσε. Η κοινωνία θα διαλυόταν», «Αν η ελευθερία είναι ένα μαρτύριο, τότε δεν αξίζει και πολύ», «Πόσο γρήγορα μπορεί και αλλάζει η ζωή που πιστεύαμε ότι φτιάχτηκε για μας», «Η κάθε ζωή είναι μοναδική, όπως και ο κάθε θάνατος», «Καλύτερα να είσαι ελεύθερος και πεινασμένος, παρά σκλάβος και χορτάτος» (παλιό ρητό).
     Οι διάλογοι αποτελούν ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του βιβλίου. Οι διάλογοι ανάμεσα στους φίλους, ανάμεσα στους αστυνομικούς, ανάμεσα σε δύο μητέρες. Ο καθένας κουβαλά τα φαντάσματά του – άλλοι ξέρουν πώς να τα αντιμετωπίσουν, άλλοι όχι. Η λύση όμως ποτέ δεν βρίσκεται μακριά. Κι αυτή θα τη δώσει η ίδια ζωή, η φύση, και όχι το αστυνομικό δαιμόνιο των αστυνομικών, καθώς ένα ακόμη πτώμα θα ξεβραστεί στα νερά μιας άλλης λίμνης, κι αυτό ακριβώς θ’ αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο που θα βάλει όλα τα πράγματα στη θέση τους και τον κάθε κατεργάρη στον πάγκο του.
     Ένα εξαιρετικό βιβλίο που μπορεί να διαβαστεί μ’ ενδιαφέρον απ’ τον καθένα, είτε του αρέσει η αστυνομική λογοτεχνία είτε όχι.

Karin Slaughter – Thorn in My Side

Αυτή είναι, όπως και να το δει κανείς, μια πρωτότυπη ιστορία, που κυκλοφορεί μόνο σε eBook.
     Πρωταγωνιστές στο Thorn in My Side είναι δύο «ενωμένοι δίδυμοι» αδελφοί ή όπως καθιερώθηκε στα καθ’ ημάς σιαμαίοι. Οι δυο τους μοιράζονται σχεδόν όλα τα όργανα, αλλά η τύχη θέλησε να ευλογήσει τον έναν και να αδικήσει τον άλλον. Έτσι ο Κερκ είναι γοητευτικός, σκληρός, κατεργάρης, ενώ ο Γουέιν είναι άχαρος, υποχωρητικός, ντροπαλός. Μπορεί η τύχη να τους ένωσε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ευτυχισμένοι. Κάθε άλλο μάλιστα. Ο πρώτος θεωρεί τον δεύτερο παράσιτο και δεν διστάζει να του το λέει. Το ίδιο θεωρεί και ο δεύτερος τον πρώτο, αλλά το βουλώνει. Μέχρι που φτάνει μια νύχτα αλλιώτικη, μια νύχτα που θα αλλάξει τη ζωή τους για πάντα.
     Οι δυο τους, που αναγκαστικά είναι πάντα μαζί, βρίσκονται σ’ ένα κλαμπ. Ο Κερκ, όλο κέφι και χαρά χορεύει, ενώ ο κατσούφης Γουέιν βαριέται αφόρητα. Αν εξαρτιόταν από τον ίδιο θα ήταν αλλού, μα δεν έχει επιλογή, αφού από πολύ νωρίς συμφώνησαν ότι θα μοιράζονταν τις νύχτες που ο καθένας απ’ τους δυο θα έκανε το κέφι του. Απόψε λοιπόν είναι η σειρά του Κερκ, ο οποίος θέλει οπωσδήποτε να κάνει έρωτα. Κι αφού το ξέρουν και οι δυο πολύ καλά ότι καμιά «φυσιολογική» γυναίκα δεν θα κοιμόταν μαζί τους, αναγκαστικά θα ζητήσουν τις υπηρεσίες μιας πόρνης ονόματι Μίντι.
     Τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν θα μπορούσαμε να τα περιγράψουμε τουλάχιστον ως τραγικά. Και στη διάρκειά τους θα βγουν στο φως όλες οι διαφορές ανάμεσα στα δύο αδέλφια. Διαφορές που δικαιώνουν τον τίτλο του διηγήματος αφού όντως ο καθένας απ’ αυτούς είναι αγκάθι στο πλευρό του άλλου.
     Η συγγραφέας μας περιγράφει με δόσεις χιούμορ, αλλά και σκοτεινές πινελιές την ψυχοσύνθεση δύο ανθρώπων που νιώθουν φυλακισμένοι μέσα σ’ ένα σώμα. Καλοσύνη και κακία, ζήλια και μεγαλοφροσύνη, μοναξιά και ξεγνοιασιά, ένα και ένα, που δεν κάνουν δύο, αλλά που προσπαθούν να χαράξουν διαφορετικές πορείες στον κόσμο. Που προσπαθούν μα δεν το μπορούν.
     Ένα κείμενο ταυτόχρονα ευχάριστο και ζοφερό. Όχι για όλα τα γούστα.

Kathy Reichs – Flash and Bones

Η Δρ. Τέμπερανς Μπρέναν επιστρέφει με το Flash and Bones, μια νέα περιπέτεια που λαμβάνει χώρα στην πόλη Σαρλότ της Βόρειας Καρολίνας.
     Καθώς η πόλη ετοιμάζεται για την εβδομάδα ράλι φτιαγμένων αυτοκινήτων -NASCAR- οι αρχές ανακαλύπτουν ένα πτώμα, χωμένο μέσα σ’ ένα βαρέλι και ριγμένο σ’ ένα χαντάκι στο πλάι του αυτοκινητόδρομου. Αμέσως καλείται στη σκηνή η γνωστή μας, κι από την τηλεοπτική σειρά, ιατροδικαστής-ανθρωπολόγος Δρ. Μπρέναν, με οδηγίες να δώσει προτεραιότητα σ’ αυτή την υπόθεση, καθώς κανείς δεν θέλει να δημιουργηθεί τέτοιες μέρες πανικό στην πόλη. Έλα όμως που σχεδόν ταυτόχρονα ανακαλύπτεται και δεύτερο πτώμα, αυτή τη φορά σε μια τάφρο. Η καλή γιατρός από τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκει τον εαυτό της στο κέντρο του κυκλώνα. Ποια είναι τα θύματα; Αυτό είναι το πρώτο ερώτημα. Για πόσο καιρό είναι νεκρά; Αυτό είναι το δεύτερο.
     Οι απαντήσεις που αναζητούν οι αρχές δεν θα δοθούν και τόσο εύκολα, ενώ τα πράγματα θα ξεφύγουν από κάθε έλεγχο όταν πια κάνουν την εμφάνισή τους στη σκηνή και κάποιοι πράκτορες του FBI. Τι γυρεύουν εκεί; Μήπως υποψιάζονται ότι πίσω από τα εγκλήματα κρύβεται κάποιος κατά συρροή δολοφόνος; Αλλά γιατί να το σκεφτούν αυτό από τη στιγμή που τα θύματα πέθαναν με μεγάλη χρονική διαφορά μεταξύ τους; (Το ένα πολλά χρόνια πριν, το άλλο όχι και τόσο παλιά). Στο μεταξύ έχει εξαφανιστεί κι ένας άντρας από την Ατλάντα, που έφτασε πρόσφατα στην πόλη, και όλοι υποψιάζονται ότι θα είναι κι αυτός νεκρός.
     Όλα αυτά που συμβαίνουν ξυπνούν, ως συνήθως, τη γνωστή περιέργεια της Μπρέναν, και αν και οι ομοσπονδιακοί πράκτορες της βάζουν συνεχώς τρικλοποδιές -κλέβουν το ένα πτώμα, εξαφανίζουν φάκελους και στοιχεία- είναι αποφασισμένη να φτάσει στην άκρη του νήματος. Ενός νήματος το οποίο ξεκινά πολλά χρόνια πριν με την εξαφάνιση μιας νέας γυναίκας ονόματι Σίντι Γκάμπολ, αλλά και του φίλου της Κάιλ Λοβέτ.
     Δοθείσης της ευκαιρίας η συγγραφέας μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο και μας μιλά για την ιστορία των αγώνων NASCAR, το πώς όλα ξεκίνησαν την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, αλλά και για κάποιες από τις ρατσιστικές οργανώσεις στις ΗΠΑ, που πολλές φορές χρησιμοποιούνται όχι μόνο για να εξαπλώσουν το μίσος κατά των μεταναστών αλλά και σαν μέσο πλουτισμού. Είναι σαν να μας λέει ότι η μια έρευνα οδηγεί στην άλλη και όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην ιστορία. Και ίσως να έχει δίκιο, αφού η λύση των σημερινών αινιγμάτων όντως κρύβεται στο μακρινό παρελθόν.
     Στο μεταξύ ρίχνουμε μια ματιά και στην προσωπική ζωή της Μπρέναν που μοιάζει να σχοινοβατεί ανάμεσα στον κίνδυνο, τη μοναξιά και την απόγνωση, και η οποία πού και πού φλερτάρει με την κωμωδία. Από τη μια έχουμε την επιμονή της καλής γιατρού να βλαστά εκεί που δεν την σπέρνουν. Από την άλλη την αδυναμία της αποκτήσει μια σταθερή σχέση -ο πότε έτσι πότε αλλιώς αγαπημένος της,  Άντριου Ράιαν, είναι στο Κεμπέκ όπου προσπαθεί να τα βρει με την κόρη του- εκτός απ’ αυτή με το γάτο της τον Μπέρτι φυσικά, και τέλος έχουμε τα πάρε-δώσε της με την Σάμμερ, το φρούτο που σκοπεύει να παντρευτεί ο πρώην άντρας της Πιτ, και η οποία επιμένει να αναζητεί τις συμβουλές της. Λες και δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει. Τελικά ο μόνος που μοιάζει να την καταλαβαίνει απόλυτα είναι ο Σκίνι, ένας σκληροτράχηλος μπάτσος που αρχικά δεν φαίνεται να συμπαθεί, ο οποίος όμως έχει σκυλίσιο πείσμα, που σε ό,τι την αφορά είναι διατεθειμένος να βάλει πολλή νερό στο κρασί του και ο οποίος μας χαρίζει κάποιες από τις πιο απολαυστικές στιγμές στο βιβλίο. Η Τέμπερανς και ο Σκίνι με το πείσμα και την ευφυΐα τους θα συνεχίσουν να ψάχνουν τις απαντήσεις στους γρίφους που έχουν βγει στην επιφάνεια μέχρι το τέλος, αγνοώντας γνωστικά τους άλλους, που νομίζουν ότι έχουν ήδη βρει τις απαντήσεις.
     Αν δεν είχα αντιληφθεί ποιος ήταν ο δολοφόνος με το που έκανε την εμφάνισή του στη σκηνή, θα έλεγα ότι αυτό είναι ένα από τα καλύτερά της βιβλία. Όπως και να έχει όμως, διαβάζεται όπως πάντα γρήγορα και ευχάριστα και μάλλον θα ικανοποιήσει τους φίλους της συγγραφέως.

Kathy Reichs – Devil Bones

Για να πω το κρίμα μου την Κάθι Ράις κάπου άρχισα να τη βαριέμαι και ας διάβασα μόλις τρία από τα βιβλία της. Το πρόβλημα δεν είναι τα βιβλία αυτά καθαυτά, αλλά το ότι μοιάζει να ασχολείται ξανά και ξανά με τα ίδια θέματα, αλλάζοντας απλά τόπους και θύματα. Φυσικά ακολουθεί με περισσή μαεστρία τις κλασικές συνταγές της αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά μερικές φορές αυτό απλά δεν είναι αρκετό. Για να το θέσω απλά φαίνεται να έχει πέσει κι αυτή στην παγίδα της… κοιλιάς, όπως και κάποιοι άλλοι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας: τον Τζέφρι Ντίβερ και τον Μάικλ Κόνελι. Ο μόνος που φαίνεται προς το παρόν να την αποφεύγει είναι ο Ντέιβιντ Μπαλτάτσι, που μόλις έχει κυκλοφορήσει το νέο του βιβλίο, το οποίο εύχομαι να μη με απογοητεύσει.
     Στο Devil Bones τώρα. Η ανθρωπολόγος Τεμπ Μπρέναν καλείται κι αυτή τη φορά στο χώρο ενός εγκλήματος για να δώσει τα φώτα της. Σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο στην πόλη Σαρλότ, κάποιος ανακαλύπτει ένα ανθρώπινο κρανίο, από το οποίο λείπει η κάτω σιαγόνα. Καταπολεμώντας τα αισθήματα κλειστοφοβίας που νιώθει η καλή επιστήμονας κατεβαίνει εκεί κάτω για ν’ ανακαλύψει με κάποια έκπληξη ότι ο χώρος κάποτε, ίσως όχι και στο πολύ μακρινό παρελθόν, χρησιμοποιείτο για την πραγματοποίηση τελετών μαύρης μαγείας. Η δουλειά της τώρα είναι να αναγνωρίσει σε ποιον ανήκε η νεκροκεφαλή αλλά και, αν το μπορεί, να προσδιορίσει το χρόνο θανάτου. Ως συνήθως συνεργάζεται στενά μ’ ένα ιδιόρρυθμο και μονόχνοτο ντετέκτιβ Σλαϊτέλ, ο οποίος εξετάζει τα τεκμήρια για το έγκλημα.
     Χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουν οι δυο τους θα βρεθούν στο κέντρο ενός κυκλώνα, ο οποίος θα δημιουργηθεί κατά κύριο λόγο από ένα πολιτικάντη, υπερασπιστή δήθεν των ανθρώπινων αξιών, αλλά και φανατικό οπαδό της αντιδικίας για σκοπούς εκδίκησης. Σιγά-σιγά τα πτώματα θ’ αρχίσουν να μαζεύονται στο νεκροτομείο, ενώ όλες οι έρευνες θα οδηγούνται από το ένα αδιέξοδο στο άλλο. Μάγοι, απατεώνες, κλέφτες, κήρυκες και δημοσιογράφοι ανακατεύουν όλο και περισσότερο την τράπουλα, μα ο τζόκερ δεν είναι πουθενά.
     Καθώς συμβαίνουν όλ’ αυτά εξακολουθούμε να ρίχνουμε και κλεφτές ματιές στην προσωπική ζωή της Τεμπ: τις προσπάθειες να συνδεθεί όσο περισσότερο μπορεί με την κόρη της, τις αναμνήσεις απ’ τον τελευταίο μεγάλο της έρωτα, ο οποίος την έχει χαράξει, και τις ελπίδες για μια νέα αρχή μ’ ένα άντρα από το παρελθόν, που έμεινε χήρος μετά από τις επιθέσεις στους δίδυμους πύργους.
     Η συγγραφέας προσπαθεί να δείξει ότι η Τεμπ είναι ατρόμητη και φοβισμένη την ίδια ώρα και κάπου έκει χαλάει το γλυκό. Κατεβαίνει σε τάφους, μελετά πτώματα, συχνά-πυκνά βρίσκεται στη μέση πραγματικών διασταυρούμενων πυρών και δεν τρομάζει, αλλά τα συναισθήματα της κόβουν την ανάσα, τη βγάζουν έξω απ’ τα νερά της. Σαν επιστήμονας είναι απόλυτα ισορροπημένη, μπορεί να καταλάβει και να εξηγήσει τα πάντα, αλλά σαν απλός άνθρωπος, είναι γεμάτη ανασφάλειες κι αδυναμίες. Δυστυχώς για τη συγγραφέα, οι ερμηνείες που δίνει δεν είναι πειστικές. Σε αντίθεση με την Πατρίσια Κόρνγουελ, που την ιατροδικαστή Σκαρπέτα της την έχει αναλύσει τόσο πολύ και τόσο πειστικά, που κάθε φορά που διαβάζουμε ένα βιβλίο της, νιώθουμε ότι την ξέρουμε από πάντα, σα μια παλιά καλή φίλη.
     Παρόλα αυτά όμως, το βιβλίο διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα. Αν πέσει στα χέρια σας θα το απολαύσετε, αλλά δε θα σας παρότρυνα να τρέξετε να το αγοράσατε κιόλας.

Lee Child – The Affair

Για μένα προσωπικά την Αγία Τριάδα του σύγχρονου αμερικανικού αστυνομικού μυθιστορήματος αποτελούν οι Ντέιβιντ Μπαλτάτσι, Τζέφρι Ντίβερ και Μάικλ Κόνελι. Σ’ αυτούς τους τρεις τώρα αναγκάζομαι να προσθέσω και τον Λι Τσάιλντ (εγγλέζος, αλλά ζει στις ΗΠΑ και τα βιβλία του διαδραματίζονται εκεί), που απλά είναι μοναδικός. Η πλάκα είναι ότι τον ανακάλυψα μόλις φέτος, ή μάλλον τον διάβασα φέτος για πρώτη φορά. Η αρχή έγινε με το Worth Dying For, ακολούθησε το ηλεκτρονικής μορφής διήγημα Second Son και μετά σειρά πήρε το The Affair, που κυκλοφόρησε πριν τρεις ημέρες στην Αμερική, και το οποίο καταβρόχθισα σε μια μόλις μέρα.
     Μ’ αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας ουσιαστικά ταξιδεύει τον αναγνώστη πίσω στο χρόνο για να του χαρίσει την πρώτη ιστορία, για να του πει δηλαδή πώς όλα άρχισαν για το βασικό του πρωταγωνιστή.
     Βρισκόμαστε στο έτος 1997 στην Ουάσινγκτον. Ένας αξιωματούχος προσκαλεί τον τριανταεξάχρονο τότε στρατονόμο Τζακ Ρίτσερ στο γραφείο του για να του αναθέσει μια πολύ σημαντική αποστολή. Πρέπει να αναχωρήσει αμέσως για την πόλη Κάρτερ Κρόσινγκ του Μισσισσιππή, για να διερευνήσει την υπόθεση της δολοφονίας μιας νέας γυναίκας. Το έγκλημα έγινε έξω από τα τείχη της βάσης που διατηρεί ο στρατός στην περιοχή, αλλά ο βασικός ύποπτος είναι ένας αξιωματικός, έτσι οι στρατιωτικές αρχές, αν και δεν έχουν δικαιοδοσία εκεί, πρέπει να παίξουν κι αυτές το ρόλο τους σ’ αυτή την υπόθεση – να προσπαθήσουν δηλαδή να φυλάξουν τα νώτα τους.
     Ο Ρίτσερ που για ευνόητους λόγους πρέπει να δουλέψει σαν μυστικός αστυνομικός, κινά στη στιγμή για τον προορισμό του. Όταν φτάνει όμως εκεί, δεν βρίσκει τα πράγματα όπως τα περιμένει. Οι πληροφορίες που του έδωσαν για το έγκλημα είναι τουλάχιστον ανακριβείς, όλοι κρύβονται πίσω από μυστικά και ψέματα, και κάποιοι νταήδες προσπαθούν από το πρώτο λεπτό να του κάνουν τη ζωή δύσκολη. Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, η πανέμορφη σερίφης της πόλης που ακούει στο όνομα Ελίζαμπεθ Ντέβερο, αντιλαμβάνεται τι είναι και τι κάνει εκεί με το που τον συναντά και θέλει να τον ξεφορτωθεί. Ωστόσο εκείνος είναι αποφασισμένος να παραμείνει στην πόλη και να διερευνήσει την υπόθεση όσο καλύτερα μπορεί, και σιγά σιγά θ’ αρχίσει, παρόλη την καχυποψία που υπάρχει ανάμεσά τους, να κερδίζει την εκτίμηση, αν και όχι την  απόλυτη εμπιστοσύνη της τελευταίας, η οποία όμως θα παραδεχτεί τελικά σιωπηλά ότι ίσως τον χρειάζεται.
     Η έρευνα, αν και αρχικά δείχνει απλή, στο τέλος θα αποδειχτεί κάθε άλλο παρά τέτοια, αφού μια σειρά από ατυχείς επιλογές, μα και παραλείψεις των ντόπιων αστυνομικών, αλλά και ο κώδικας σιωπής που επιβάλλουν οι στρατιωτικές αρχές, υψώνουν συνεχώς εμπόδια στο δρόμο τους. Κάθε φορά που φτάνουν σε μια απάντηση αναδύονται νέα ερωτήματα, κάθε φορά που πλησιάζουν κάποια λύση προκύπτουν νέοι γρίφοι. Στο μεταξύ φτάνουν και κάποια μηνύματα απ’ την Ουάσινγκτον που δεν αφήνουν τον Ρίτσερ να ησυχάσει ούτε στιγμή, με αποτέλεσμα για πρώτη φορά στη ζωή του να μην εμπιστεύεται απολύτως το ένστικτό του. Όπως λένε κάποιοι, τα γραπτά μένουν, κι αυτό ακριβώς του παρουσιάζουν τα αφεντικά του: γραπτά στοιχεία, τα οποία για κάποιο λόγο δεν εμπιστεύεται, αλλά και τα οποία δεν μπορεί, την ίδια στιγμή, να αγνοεί. Κάποιος ή κάποιοι μοιάζουν να παίζουν μαζί του, αλλά και με κάποιους άλλους, ένα σκληρό παιχνίδι, με αποφασισμένο από πριν το αποτέλεσμα. Δεν υπολογίζουν όμως όσο θα έπρεπε τον Ρίτσερ, το μοναχικό αυτό καβαλάρη, που περισσότερο ενδιαφέρεται για την απόδοση δικαιοσύνης παρά για τις διαταγές που του δίνουν.
     Εδώ έχουμε ένα ακόμη καλογραμμένο θρίλερ, που κινείται σε κινηματογραφικούς ρυθμούς και διαβάζεται με κομμένη την ανάσα. Απ’ αυτό δεν απουσιάζει και το χιούμορ, ειδικά στις ερωτικές σκηνές και όταν ο πρωταγωνιστής έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τους μάγκες της πόλης, κάτι που του χαρίζει μια ξεχωριστή νότα. Και το πιο σημαντικό: είναι πολύ καλύτερο από το προηγούμενό του μυθιστόρημα, το οποίο βρήκα επίσης εξαιρετικό. Δηλαδή από κορυφή σε κορυφή μας πάει ο κύριος Τσάιλντ. Ας ελπίσουμε ότι θα συνεχίσει έτσι.

Lee Child –

Το Second Son δεν είναι το καινούριο μυθιστόρημα του συγγραφέα αλλά ένα εκτενές διήγημα, που κυκλοφορεί σε ηλεκτρονική μορφή μόνο.
     Τα γεγονότα της ιστορίας διαδραματίζονται στην Οκινάουα της Ιαπωνίας, όπου καταφθάνει το 1974 ο δεκατριάχρονος τότε Τζακ Ρίτσερ με την οικογένειά του. Ο πατέρας του Τζακ είναι πεζοναύτης έτσι η οικογένεια αναγκάζεται να μετακινείται συχνά από το ένα μέρος στο άλλο. Η άφιξή τους στην Οκινάουα ωστόσο κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, αφού οι Αμερικανοί αρχίζουν να αντιμετωπίζουν με όλο και μεγαλύτερη καχυποψία τα σχέδια της Κίνας και θέλουν να την παρακολουθούν από κοντά. Ο πατέρας του Τζακ πάει εκεί για να συνδράμει σ’ αυτή την προσπάθεια.
     Η υποδοχή ωστόσο που επιφυλάσσουν τα άλλα παιδιά των στρατιωτικών τόσο στον τελευταίο, όσο και στον μεγαλύτερο αδελφό του, Τζο, κάθε άλλο παρά θερμή είναι. Κάποιοι από τους μάγκες της γειτονιάς προσπαθούν να τους τρομοκρατήσουν, και ο διπλωμάτης Τζο κάνει ό,τι μπορεί για να σταματήσει τον θερμόαιμο μικρό αδελφό του από το να τους απαντήσει στα ίσα.
     Σαν να μην τους έφτανε αυτό τα παιδιά σύντομα μαθαίνουν ότι πρέπει κιόλας να δώσουν εξετάσεις για να γραφτούν στο ντόπιο σχολείο, κάτι που γίνεται για πρώτη φορά -άλλος μπελάς κι ετούτος- ενώ σύντομα και ο πατέρας τους θα τα βρει σκούρα καθώς θα χαθούν κάποια πολύτιμα και απόρρητα έγγραφα από το γραφείο του.
     Την ίδια ώρα, ο παππούς των παιδιών από την πλευρά της μητέρας τους, ψυχορραγεί στο διαμέρισμά του στο Παρίσι και δράττοντας αυτή την ευκαιρία ο συγγραφέας ρίχνει λίγο ακόμη φως στο παρελθόν της οικογένειας.
     Για λίγες μέρες τα πράγματα μοιάζουν να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, το ένα πρόβλημα ακολουθεί το άλλο, και στο τέλος πέφτει ο κλήρος στον Τζακ να βγάλει τα φίδια από την τρύπα – όσα μπορεί φυσικά.
     Μέσω αυτή της ιστορίας παίρνουμε μια πρώτη ιδέα για το πώς διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας του Τζακ Ρίτσερ, βασικού ήρωα στα μυθιστορήματα του συγγραφέα. Ίσως η γραφή εδώ να μη φτάνει στο ύψος των προσδοκιών, αλλά διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα. Το κακό είναι ότι τελειώνει πολύ γρήγορα. Ωστόσο στο τέλος του βιβλίου υπάρχει και το πρώτο κεφάλαιο του νέου μυθιστορήματος, The Affair, κι αν μπορούμε να κρίνουμε από αυτά που διαβάζουμε, θα λέγαμε ότι μας περιμένουν μεγάλες συγκινήσεις.

Lee Child – Worth Dying For

Το Worth Dying For είναι το πρώτο βιβλίο του Lee Child που διαβάζω, αλλά δεν θα έλεγα παραδόξως, μια και υπάρχουν τόσα καλά θρίλερ εκεί έξω που όσο και να το θέλει κανείς αποκλείεται να τα διαβάσει όλα.
     Όπως και νάχει, ο συγγραφέας, του οποίου το μυθιστόρημα 61 Hours βραβεύτηκε πρόσφατα σαν το καλύτερο αστυνομικό της χρονιάς, σ’ αυτό τον τόμο μας χαρίζει μία ακόμη περιπέτεια του βασικού του ήρωα, του Τζακ Ρίτσερ. Τα γεγονότα που περιγράφονται εδώ διαδραματίζονται, στη διάρκεια δύο μόλις ημερών, κάποιο χειμώνα σε μια απροσδιόριστη πόλη της Νεμπράσκα. Εκεί καταφθάνει κάνοντας ωτοστόπ ο Ρίτσερ ένα βράδυ και σχεδόν αμέσως, λες από συνήθεια, χώνει τη μύτη του σε κάποιο θέμα που δεν τον αφορά. Καθώς κάθεται λοιπόν στο μπαρ του πανδοχείου, του μοναδικού της περιοχής, ο διπλανός του, ένας μεθύστακας που όπως θα μάθει είναι ο γιατρός της περιοχής, δέχεται ένα τηλεφώνημα από την Έλενορ Ντάνκαν, η οποία όπως λέει η μύτη της έχει σπάσει. Εκείνος αρνείται να την επισκεφθεί, τόσο επειδή βαριέται όσο κι επειδή γνωρίζει πολύ καλά ότι όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο στην Έλενορ ποτέ δεν είναι τυχαίο, αφού ο άντρας της Σεθ συχνά πυκνά την κακοποιεί. Ο Ρίτσερ ωστόσο, που δεν έχει ιδέα γι’ αυτό τον πείθει με το έτσι θέλω να πάει στο σπίτι της, κι ας είναι και μεθυσμένος. Προσφέρεται μάλιστα να τον οδηγήσει εκεί. Κι έτσι, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει βρίσκει τον εαυτό του στο μέσο ενός κυκεώνα, καθώς όπως σύντομα θα μάθει οι Ντάνκαν, τρία αδέλφια και ο υιοθετημένος Σεθ, είναι οι ιδιότυποι δικτάτορες της περιοχής. Όλοι τους φοβούνται, όλοι τους απεχθάνονται, αλλά κανείς δεν τολμά να τους αντισταθεί. Κανείς, εκτός από κείνον φυσικά, που σχεδόν για πλάκα θα σπάσει τη μύτη του Σεθ, για να βρεθεί έτσι στο στόχαστρο της οικογένειας.
     Καθώς οι Ντάνκαν θα προσπαθούν να τον εκδικηθούν γι’ αυτό που έκανε και για πρώτη φορά θ’ αρχίσουν να μετρούν απώλειές, ο Ρίτσερ θ’ αρχίσει να μαθαίνει μέσα από τα μισόλογα και τις σιωπές, όλη την αλήθεια για τα έργα και τις ημέρες της οικογένειας. Και βάζοντας μαζί της θα φέρει για πρώτη φορά την ελπίδα στους κάτοικους της πόλης. Οι Ντάνκαν, που εκτός των άλλων ασχολούνται και με το λαθρεμπόριο, έχουν τόσο λερωμένη τη φωλιά τους που είναι να απορεί κανείς πώς καταφέρνουν και τη βγάζουν πάντα καθαρή. Τα πράγματα ωστόσο αυτή τη φορά δεν θα είναι και τόσο εύκολα γι’ αυτούς αφού ο Ρίτσερ δεν μοιάζει να φοβάται τίποτα και στιγμές στιγμές φτάνει στο σημείο να σκέφτεται κανείς ότι θέλει να πεθάνει. Αλλά δεν. Το μόνο που θέλει να κάνει είναι να βάλει τα καθάρματα στη θέση τους και να συνεχίσει το ταξίδι του. Και σ’ αυτή την προσπάθεια δεν θα είναι μόνος καθώς θα σταθούν, τρέμοντας έστω, στο πλευρό του, τόσο ο γιατρός και η γυναίκα του, όσο και μια ηλικιωμένη καμαριέρα της οποίας η κόρη είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης πολλά χρόνια πριν.
     Στην όλη υπόθεση θα αναμιχθούν, θέλοντας και μη, και μερικοί μαφιόζοι, ιταλοί, λιβανέζοι και ιρανοί, που αν μη τι άλλο θα προσθέσουν κάποιους αλλιώτικους χρωματισμούς στην ιστορία.
     Αν μας θυμίζει κάτι ο Ρίτσερ είναι κάποιον από τους ήρωες των αμερικανικών ταινιών δράσης. Σκεφτείτε τον Μπρους Γουίλις στο «Πολύ σκληρός για να πεθάνει» και θα καταλάβετε τι εννοώ. Ο Ρίτσερ ωστόσο είναι ένας ήρωας απόλυτα μοναχικός, που δεν μοιάζει διατεθειμένος να δημιουργήσει στενές σχέσεις με τους ανθρώπους, όσο κι αν νοιάζεται γι’ αυτούς. Το μόνο που τον ενδιαφέρει πραγματικά είναι ο δρόμος. Ο δρόμος είναι ο προορισμός, μοιάζει να θέλει να μας πει, κι ας υπάρχει μία διαφορετική εικόνα στο μυαλό του.
     Ένα θρίλερ γραμμένο με κινηματογραφικούς ρυθμούς, που σίγουρα θα ικανοποιήσει τους φίλους του αμερικανικού αστυνομικού βιβλίου.

Lisa Gardner – Catch Me

Το Catch Me είναι το πρώτο βιβλίο της Λίσα Γκάρτνερ που διαβάζω και μπορώ να πω ότι το απόλαυσα πολύ. Η συγγραφέας έχει ένα μοναδικό τρόπο να παρασύρει τον αναγνώστη στους κόσμους που δημιουργεί, να τον ρίχνει σε παγίδες, να τον κάνει να δένεται συναισθηματικά με τους ήρωες, ή μάλλον με τις ηρωίδες της.
     Ναι, οι γυναίκες είναι οι βασικές πρωταγωνίστριες σ’ αυτό το θρίλερ: η σταθερή της, όπως μαθαίνουμε ηρωίδα, ντετέκτιβ D.D. Warren, που είναι ουσιαστικά σε όλους γνωστή με τα αρχικά του ονόματός της, η νεαρή της συνάδελφος, που ασχολείται με τα σεξουαλικά εγκλήματα, ντετέκτιβ Ο και η Σαρλίν Ροσαλίντ Κάρτερ Γκραντ, η οποία πρόκειται να πεθάνει σε τέσσερις ημέρες. Έτσι ακριβώς! Όπως θα πει στην ΝτιΝτι που μέχρι τότε είχε να το λέει ότι τίποτα δεν μπορούσε να της προκαλέσει την έκπληξη, στις οκτώ το βράδυ της 21ης Ιανουαρίου, κάποιος θα τη σκοτώσει, όπως ακριβώς σκότωσε τις δύο προηγούμενες χρονιές τις καλύτερές της φίλες, Ράντι και Τζάκι. Η μέθοδος που θα χρησιμοποιήσει θα είναι ο στραγγαλισμός, και οι αρχές όταν θ’ αρχίσουν τη διερεύνηση της υπόθεσης δεν θα ανακαλύψουν στο πτώμα της ή στο χώρο κάποιο σημάδι αντίστασης.
     Στην αρχή η ΝτιΝτι όταν την προσεγγίζει εκείνη η παράξενη μικροκαμωμένη κοπέλα με το όνομα σιδηρόδρομο, και την παρακαλεί να αναλάβει αυτή την έρευνα της δολοφονίας της, την παίρνει για τρελή, αλλά μια κι έχει ξυπνήσει μέσα της την περιέργεια αποφασίζει να το ψάξει λίγο το θέμα. Και όσο περισσότερο το ψάχνει, τόσο περισσότερο σίγουρη νιώθει ότι η Σαρλίν ίσως να έχει τελικά δίκιο.
     Ωστόσο αυτό δεν είναι η μοναδικό θέμα που την απασχολεί αυτές τις μέρες, κι έτσι δεν μπορεί να του αφιερώσει όσο χρόνο θα ήθελε. Από τη μια διερευνά την υπόθεση ενός κατά συρροή δολοφόνου, που έχει βάλει στο στόχαστρό του κάποιους σεσημασμένους παιδεραστές, ενώ από την άλλη περιμένει από στιγμή σε στιγμή την άφιξη στη Βοστώνη, όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, των γονιών της. Κι η αλήθεια να λέγεται: προτιμά να κυνηγά διεστραμμένους δολοφόνους όλη μέρα από το να κάθεται έστω και για μια ώρα στο ίδιο τραπέζι με τη μάνα της. Όχι πώς η τελευταία της έχει κάνει κάτι, αλλά να, απλά δεν αντέχει τις προσπάθειες που κάνει ώστε να επιβάλει τους δικούς της κανόνες στη ζωή της. Η ΝτιΝτι και ο σύντροφός της έχουν πρόσφατα αποκτήσει παιδί, ένα γκρινιάρικο παιδί που δεν τους αφήνει στιγμή ν’ ανασάνουν, και η μάνα της θεωρεί ότι έχει φτάσει πια η ώρα να παντρευτεί. Εκείνη από τη δική της πλευρά σκέφτεται ότι η σχέση της είναι μια χαρά, οπότε δεν βλέπει το λόγο να ρισκάρει τα πάντα απλά για ένα τυπικό συμβόλαιο.
     Η ιστορία όμως δεν καταπιάνεται όμως μοναχά με τη σχέση της τελευταίας με τη μάνα της, αλλά και μ’ αυτήν της Σαρλίν με τη δική της, η οποία της χάραξε ουσιαστικά τη ζωή. Κι αυτό γιατί η γυναίκα που τη γέννησε ήταν ψυχοπαθής. Κακοποιούσε τόσο αυτή όσο και τα αδέλφια της και τα λίγα χρόνια που έζησε μαζί της έμοιαζαν μ’ ένα φοβερό εφιάλτη. Μ’ ένα εφιάλτη που ακόμη τη στοιχειώνει και που δεκαετίες μετά εξακολουθεί να τις προκαλεί ενοχές: για τα πράγματα που έκανε και για όλ’ αυτά που δεν μπόρεσε να κάνει. Καθώς τώρα δεν έχει παρά μονάχα τέσσερις μέρες για να ζήσει επιστρέφει ξανά και ξανά στο μακρινό παρελθόν και προσπαθεί να βρει εκεί τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που την απασχολούν. Και όντως όλες οι απαντήσεις βρίσκονται εκεί, το μόνο που μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν θα καταφέρει να τις συναντήσει.
     Η συγγραφέας μας χαρίζει ένα πολύ καλό θρίλερ, με εξαιρετικά δυνατούς και καλά σχεδιασμένους χαρακτήρες. Εισβάλλει με σχετική ευκολία στις ψυχές των ηρωίδων της και περιγράφει με λεπτομέρειες όλα αυτά που τις απασχολούν – αυτά που θα τις οδηγήσουν είτε προς την προσωπική σωτηρία είτε προς την ολοκληρωτική καταστροφή. Αν κάνει κάτι λάθος είναι που αφήνει να αποκαλυφθεί σχετικά νωρίς η ταυτότητα του δολοφόνου, ωστόσο αυτό δεν αφαιρεί από την αναγνωστική απόλαυση. Συστήνεται ανεπιφύλακτα σε όλους τους φίλους της καλής αστυνομικής λογοτεχνίας.

Mario Vargas Llosa – Who Killed Palomino Molero?

Με τα σκοτάδια που κρύβουν μέσα τους οι ψυχές των ανθρώπων καταπιάνεται το μυθιστόρημα Who Killed Palomino Molero? του νομπελίστα συγγραφέα.
     Τα γεγονότα της υπόθεσης διαδραματίζονται στο αγροτικό Περού, σε μια περιοχή όπου υπάρχει έντονο το στοιχείο των διακρίσεων, αφού οι κάτοικοι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στους λευκούς και προνομιούχους και στους μελαψούς και φτωχούς.
     Όλα αρχίζουν όταν ένας νεαρός βοσκός ανακαλύπτει στην Ταλάρα το διαμελισμένο πτώμα του Παλομίνο Μολέρο, του μικρότερου γιου μιας χήρας, που έχασε τα υπόλοιπα παιδιά της στον πόλεμο. Ο Παλομίνο, που κατάγεται όπως μαθαίνουμε από ένα γειτονικό χωριό, δεν είχε καμία απολύτως υποχρέωση να καταταγεί στο στρατό, αλλά το έκανε για να βρίσκεται κοντά σε μια όμορφη και μυστηριώδη γυναίκα. Ποια ήταν αυτή και πώς τα κατάφερε να τον παρασύρει μέχρι εκεί; Και ποιοι τον σκότωσαν και γιατί;
     Την υπόθεση αναλαμβάνουν να διαλευκάνουν ο αστυνομικός Λιτούμα και ο υπολοχαγός Σίλβα. Ο πρώτος δεν διακρίνεται και τόσο για την ευφυΐα του, αλλά ο δεύτερος είναι ένας πανέξυπνος άντρας, που όσο κι αν χτυπά σε πόρτες που δεν ανοίγουν ποτέ, είναι αποφασισμένος να φτάσει στην άκρη του νήματος και να αναγκάσει τους υπεύθυνους για τη δολοφονία να λογοδοτήσουν. Και οι δύο γνώριζαν λιγότερο ή περισσότερο το θύμα, και σύντομα πείθονται ότι πίσω από το έγκλημα κρύβονται κάποια υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, μια και ο Παλομίνο μόνο φίλους είχε ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους. Οι περισσότεροι θα λέγαμε ότι τον αγαπούσαν κιόλας, αφού ήταν ευχάριστος τύπος, ένας δεξιοτέχνης της κιθάρας και καλός τραγουδιστής, που συνήθιζε να κάνει καντάδες στα κορίτσια, αλλά και να χαρίζει εκπληκτικές εκτελέσεις μπολερό στο κοινό σε διάφορες εκδηλώσεις.
     Ο Λιτούμα και ο Σίλβα πηγαινοέρχονται από το ένα μέρος στο άλλο, γνωρίζουν κόσμο, κάνουν ατελείωτες ερωτήσεις και παίρνουν μισές απαντήσεις, και σιγά σιγά αρχίζουν να βγάζουν κάποια συμπεράσματα, να κλέβουν σχεδόν απ’ αυτούς που ανακρίνουν ψηφίδες αλήθειας. Με την υπομονή και την επιμονή τους θα φτάσουν τελικά στο τέλος της διαδρομής θριαμβευτές, αλλά και νικημένοι την ίδια ώρα, αφού ειδικά για έναν απ’ αυτούς η μοίρα θα επιφυλάξει ένα παράξενο παιχνίδι.
     Ο Λιόσα, με αφορμή μια απλή -αλλά όχι και τόσο συνηθισμένη λόγω της υπερβολικής βίας που χρησιμοποιήθηκε- δολοφονία, καταφέρνει να μας ανοίξει την πόρτα σε μια μικρή κοινωνία όπου τα κυρίαρχα στοιχεία είναι ο φόβος και η υποκρισία, αλλά και να μας μιλήσει για τα όρια: για τα όρια που υπάρχουν ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, ανάμεσα στις φυλές, ανάμεσα σ’ αυτούς που κατέχουν την εξουσία και τους αιώνιους υποτακτικούς τους.
     Παρά το σοβαρό του θέμα το βιβλίο αυτό διαβάζεται ευχάριστα και πού και πού βγάζει και αρκετό γέλιο, ειδικά όταν αναφέρεται στον απελπισμένο έρωτα του Σίλβα για την πληθωρική Δόνα Αντριάνα. Η τελευταία είναι μια από εκείνες τις γυναίκες που ξέρουν πώς να παίζουν στα δάχτυλά τους τούς άντρες, που τα πάχη τους είναι τα κάλλη τους και οι οποίες αναδίδουν ένα νοσηρό σχεδόν ερωτισμό. Ο έρωτας του Σίλβα γι’ αυτήν θα αποδειχτεί καταλυτικός, όχι για τη διαλεύκανση του εγκλήματος, αλλά για ένα οδυνηρό ξεγύμνωμα των ψυχών.