Wednesday, August 1, 2012
Sean Doolittle – Lake Country
Το Lake Country δεν είναι ένα συνηθισμένο αστυνομικό βιβλίο. Εδώ δεν έχουμε μια ιστορία με ντετέκτιβ, αλλά ούτε και ένα θρίλερ – έχουμε την ιστορία κάποιων ανθρώπων μ’ ένα παρελθόν σκληρό που τους στοιχειώνει, που όσο κι αν θέλουν να ξεφύγουν απ’ αυτό, δεν το μπορούν.
Τι μού άρεσε περισσότερο σ’ αυτό το βιβλίο; Ίσως να ακουστεί παράξενο αλλά: Το μέγεθός του. Ο συγγραφέας έγραψε ακριβώς όσα ήθελε και έπρεπε να γράψει για να πει την ιστορία του. Έστω και μια λέξη εδώ δεν είναι περιττή, δεν υπάρχουν πολλές ανατροπές, αλλά ούτε και οι συνήθεις παρατραβηγμένες περιγραφές που στοχεύουν στο να προκαλέσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Το μόνο που ενδιαφέρεται να κάνει ο Ντουλίτλ είναι να πει μια ιστορία, κι αυτό το κάνει πολύ καλά.
Δύο από τους βασικούς πρωταγωνιστές σ’ αυτό το μυθιστόρημα είναι πρώην στρατιώτες, βετεράνοι του πολέμου στο Ιράκ, και ο καθένας απ’ αυτούς φέρει τα δικά του ιδιαίτερα ψυχολογικά προβλήματα.
Ο Ντάριλ Πότερ είναι ένας προβληματικός χαρακτήρας, ένας νέος άντρας που έζησε πολλά και είδε άφθονο αίμα να χύνεται στα πεδία των μαχών, και ο οποίος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καταφέρνει πάντα να δημιουργεί μπελάδες. Απεχθάνεται τη ζωή του, έτσι όπως έχει καταντήσει, μισά το σύστημα της δικαιοσύνης που έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά σε ό,τι αφορά τους πλούσιους και τους φτωχούς, ρίχνει την ευθύνη στον εαυτό του επειδή δεν μπόρεσε να σώσει τη ζωή ενός συμπολεμιστή του και νιώθει ενοχές γι’ αυτά που συνέβηκαν στην οικογένεια του τελευταίου στη συνέχεια. Μισεί σχεδόν τους πάντες και τα πάντα κι η καθημερινή του ζωή είναι πνιγμένη στη μιζέρια. Τώρα, ωστόσο, είναι αποφασισμένος να κάνει κάτι για να αλλάξει τα πιο πάνω – ο μόνος τρόπος για να το πετύχει αυτό όμως είναι να πάρει το νόμο στα χέρια του.
Ο Μάικ Μπάρλοου απ’ την άλλη μεριά, ο «αδελφός του στα όπλα» όπως λένε οι αμερικανοί, δεν φαίνεται να μισά κανένα. Απλά νιώθει λυπημένος για τη ζωή που κάνει και προσπαθεί να ανακουφίσει τα ψυχολογικά, αλλά και σωματικά του βάσανα, αφού φέρει μια σοβαρή πληγή στο γόνατο, καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και ηρεμιστικά χάπια.
Αλλά αυτοί οι δύο δεν είναι τα μοναδικά «ανθρώπινα κουρέλια» που συναντάμε σ’ αυτή την ιστορία. Μέσα εδώ κόβουν βόλτες και κάποιες άλλες τυραννισμένες ψυχές, που έχασαν τα πάντα σ’ ένα δυστύχημα, στη διάρκεια ενός πολέμου, σε μια στιγμή τρέλας. Αν και οι περισσότεροι απ’ αυτούς μοιάζουν να ζουν ήσυχες και ειρηνικές ζωές, η εικόνα που προβάλλουν προς τα έξω είναι ψεύτικη. Έχουν κι αυτοί πληγώσει κάποιους άλλους ανθρώπους και έχουν με τη σειρά τους πληγωθεί. Κι επίσης υποφέρουν: Είτε από μοναξιά, είτε από θλίψη, είτε θρηνώντας μιαν απώλεια. Νιώθουν ευγνώμονες για τα λίγα που έχουν, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να τους χαρακτηρίσει κανείς ευτυχισμένους.
Ο συγγραφέας δεν συμπεριφέρεται με το γάντι στους ήρωές του: Είναι γεμάτοι ελαττώματα, ξεχειλίζουν από ανεξέλεγκτα πάθη. Αλλά αυτό ακριβώς είναι και το στοιχείο που κάνει το βιβλίο να μοιάζει σαν κάτι το εξαιρετικό. Μιλά για ανθρώπους απλούς που ίσως να ζουν δίπλα μας ή λίγο πιο κάτω, προς το τέλος του δρόμου, ανθρώπους που συναντώνται μια φορά το χρόνο για να γιορτάσουν μια νέα ζωή ή να θρηνήσουν ένα παλιό θάνατο, κι ανθρώπους που κάθονται στις σκοτεινές γωνιές των μπαρ, όπου προσπαθούν απεγνωσμένα να κρύψουν τις φοβίες τους.
Όσο για την πλοκή του έργου, λίγες γραμμές είναι αρκετές για να την περιγράψουν: Πέντε χρόνια πριν, ο επιτυχημένος αρχιτέκτονας Γουέιντ Μπένσον αποκοιμήθηκε καθώς οδηγούσε με αποτέλεσμα να εμπλακεί σ’ ένα δυστύχημα το οποίο προκάλεσε το θάνατο μιας νέας γυναίκας. Η τιμωρία του: Συνολικά δέκα μέρες φυλάκιση. Για τον φίλο της οικογένειας, Ντάριλ Πότερ, αυτή η τιμωρία δεν είναι αρκετή. Έτσι αποφασίζει να απαγάγει την εικοσάχρονη κόρη του Μπένσον, ώστε να απονείμει τη δική του δικαιοσύνη. Τα υπόλοιπα είναι, ιστορία.
Συστήνεται ανεπιφύλακτα.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment