Το Naked Heat είναι το δεύτερο μυθιστόρημα ενός ανύπαρκτου συγγραφέα. Ή, αν προτιμάτε, ενός συγγραφέα που υπάρχει μόνο στη φαντασία κάποιων σεναριογράφων, αυτών που μας έδωσαν την τηλεοπτική σειρά Castle.
Παρ’ όλ’ αυτά δεν είναι κι άσχημο βιβλίο. Ούτε και αριστούργημα είναι βέβαια. Ωστόσο οι φίλοι της αστυνομικής λογοτεχνίας θα το απολαύσουν αφού ακολουθεί όλες τις δοκιμασμένες συνταγές: φονικά, δολοπλοκίες, μυστήριο και κάτι από έρωτα, αφού στο βιβλίο, αντίθετα με την τηλεοπτική σειρά, οι δύο πρωταγωνιστές υπήρξαν εραστές και όπως πάνε τα πράγματα θα γίνουν ξανά.
Όλα αρχίζουν με δυο δολοφονίες νωρίς ένα πρωί. Η ντετέκτιβ Νίκι Χιτ, βρίσκεται καθοδόν προς τον τόπο του πρώτου εγκλήματος, σ’ ένα σχετικά ήσυχο δρόμο της Νέας Υόρκης και εν μέσω των απεργιών των οδοκαθαριστών, όταν βλέπει να πετάγεται μπροστά της ένα κογιότ, με αποτέλεσμα να πατήσει απότομα τα φρένα του αυτοκινήτου και να χύσει τον καφέ που κρατά στην μπλούζα της. Βλαστημά την τύχη της και συνεχίζει το δρόμο της. Φτάνοντας στον προορισμό της την υποδέχονται οι ντετέκτιβ Railey και Ochoa (Roach συνηθίζει να τους αποκαλεί), οι οποίοι θα ήθελαν να της προσφέρουν ένα καφέ αν… δεν το φορούσε ήδη. Το θύμα, που έχει μαχαιρωθεί και φέρει και δαγκωματιές από ένα κογιότ είναι ο Εστεμπάν Παντίλα, ένας πρώην οδηγός λιμουζίνας, που λόγω των περιστάσεων του δίνουν το παρατσούκλι Άντρας Κογιότ. Καθώς βρίσκονται εκεί, λαμβάνουν μια κλήση, που τους ανακοινώνει μια δεύτερη δολοφονία κάπου κοντά, και αφού δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν για την ώρα, σπεύδουν στη νέα τοποθεσία. Το θύμα είναι η Κάσιντι Τάουνι, μια δημοσιογράφος που διατηρεί την πιο ισχυρή κουτσομπολίστικη στήλη σε μια εφημερίδα της πόλης, κάποια που κατέστρεψε πολλούς ανθρώπους με τα άρθρα της. Και στην κουζίνα της, απολαμβάνοντας τον πρωινό του καφέ είναι ο Τζέιμσον Ρουκ, ο «σωσίας» του Καστλ, ο οποίος είχε ειδοποιήσει την αστυνομία για το έγκλημα. Ο Ρουκ, που γνώρισε και ερωτεύτηκε την Χιτ, την εποχή που έγραφε ένα άρθρο γι’ αυτή, είναι ένας επιτυχημένος δημοσιογράφος, με δύο Πούλιτζερ, κι ο οποίος συνηθίζει να γράφει ρομαντικά μυθιστορήματα με γυναικείο ψευδώνυμο. Όπως θα εξηγήσει στη ντετέκτιβ ετοίμαζε ένα κομμάτι για την Τάουνι και κάθε πρωί πήγαινε στο σπίτι-γραφείο της νωρίς νωρίς για να πιάσουν δουλειά.
Όταν η Χιτ τον ρωτά αν έχει ιδέα ποιος θα ήθελε να τη σκοτώσει, εκείνος απαντά ότι δεν έχει ιδέα, αλλά και πώς είναι σίγουρος ότι οι υποψήφιοι θα είναι σίγουρα πολλοί, αφού το να δημιουργεί εχθρούς ήταν η ειδικότητα της νεκρής. Λόγω των γεγονότων, της τάσης του Ρουκ να χώνει τη μύτη του παντού, αλλά και της φιλίας του τελευταίου με τον δήμαρχο, οι δυο τους αρχίζουν να ερευνούν την υπόθεση μαζί. Προτού όμως καν προλάβουν να πιάσουν δουλειά κάποιοι κλέβουν το κουφάρι του θύματος. Τώρα έχουν άλλη μία υπόθεση στα χέρια τους, ένα ακόμη μυστήριο. Προσπαθώντας να βγάλουν άκρη πηγαίνουν από το ένα αδιέξοδο στο άλλο, αφού η Τάουνι είχε δεχτεί κατ’ επανάληψη απειλές για τη ζωή της και απολύτως κανείς δεν μοιάζει να τη συμπαθεί. Κάποιοι μάλιστα από τους βασικούς ύποπτους δεν διστάζουν να εκφράσουν την ικανοποίησή τους για το θάνατό της, ενώ κάποιος, κάπου, εισηγείται μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι ίσως να έκλεψαν το πτώμα της για να σιγουρευτούν ότι είναι όντως νεκρή.
Όσο προχωρούν με την έρευνα τόσο περισσότερο περιπλέκονται τα πράγματα, τόσο σε ό,τι αφορά την υπόθεση όσο και την προσωπική τους σχέση. Η Χιτ δεν θέλει να μπλέξει ξανά με τον Ρουκ, αφού δεν τις αρέσουν οι δεσμεύσεις, αλλά νιώθει ότι έχει ανάγκη την παρουσία του, μια και καταφέρνει πάντα και την κάνει να γελά, ενώ δεν λείπει ούτε και η χημεία ανάμεσά τους. Απ’ την πλευρά του ο Ρουκ δεν διστάζει καθόλου να της τα ρίχνει με κάθε ευκαιρία, αφού του αρέσει πολύ αυτή η δυναμική και παθιασμένη γυναίκα. Ωστόσο ο έρωτας μπορεί να περιμένει, αφού τα γεγονότα τρέχουν, κι αυτοί προσπαθούν απεγνωσμένα να φτάσουν στην άκρη του νήματος, προτού να είναι αργά.
Ένα βιβλίο που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα και το οποίο, θέλοντας και μη, μάς θυμίζει την τηλεοπτική σειρά. Να αναφέρουμε τέλος ότι ο συγγραφέας-φάντασμα, σε παιχνιδιάρικο ύφος το αφιερώνει σ’ αυτούς που τον ενέπνευσαν για τη συγγραφή του: στις τηλεοπτικές δηλαδή περσόνες.
No comments:
Post a Comment