Thursday, February 23, 2012

Ζαν-Κλωντ Ιζζό – Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας


Αυτό είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Ιζζό που διάβασα και μπορώ να πω ότι το απόλαυσα, τόσο για τις αστυνομικό-λογοτεχνικές του αρετές, όσο και επειδή μυρίζει Μεσόγειο.
     Πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία είναι ο θυμόσοφος επιθεωρητής Φαμπιό Μοντάλ, ο οποίος διερευνά μια υπόθεση που τον αφορά προσωπικά: τη δολοφονία δυο φίλων του. Ποιοι τους σκότωσαν και γιατί; Και τι ήταν εκείνο που οδήγησε τον έναν από αυτούς να επιστρέψει στην πόλη μετά από πολλά χρόνια;
     Ο συγγραφέας με αφορμή αυτά τα εγκλήματα κάνει μια βαθιά βουτιά στα βρώμικα νερά της πόλης της Μασσαλίας, εκεί όπου το οργανωμένο έγκλημα είναι στα πάνω του και ο ρατσισμός διατρέχει τους δρόμους, όπου η αστυνομική βία αποτελεί καθημερινή πραγματικότητα και η πορνεία το πλέον φανερό μυστικό.
     Ακολουθώντας κατά βήμα τον αντισυμβατικό επιθεωρητή Μοντάλ περιπλανιόμαστε σε μια πόλη σκοτεινή, μελαγχολική, η οποία όμως εκπέμπει και κάποιου είδους γοητεία, μια πόλη με την οποία οι κάτοικοί της είναι, παρόλα τα προβλήματα, ερωτευμένοι.
     Η δράση εδώ είναι λιγοστή, αλλά η βία δεν λείπει. Η κάθε μορφή βίας. Το μόνο που ο συγγραφέας επιλέγει να ασχοληθεί περισσότερο με τα συμπτώματα μιας κοινωνίας, παρά με το να επιδιώξει τον εντυπωσιασμό μέσω της πλοκής. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι ωμή και δεν χαρίζεται σε κανένα: ούτε στον ήρωά του, αλλά ούτε και στους υπόλοιπους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας, επώνυμους και μη. Ο Μοντάλ σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, λυπάται και οργίζεται και πυροβολεί – περισσότερο λεκτικά παρά με ένα όπλο, καθώς δεν πιστεύει στη βία. «Τα χαστούκια είναι τα γλειφιτζούρια του φτωχού», διαβάζουμε κάπου, κι αυτός είναι ένας καίριος αφορισμός για την κοινωνία που περιγράφει. «Η ζωή τίποτε άλλο δεν είναι από μια σειρά γύρων, ο ένας μετά από τον άλλο. Να τρως και να δίνεις γροθιές, ξανά και ξανά. Να τις αντέχεις. Να μη λυγίζεις. Και να βαράς εκεί που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει». Όλα δύσκολα, όλα σκοτεινά, η απαισιοδοξία διάχυτη: «Ήθελα να πιστέψω ξανά στη δουλειά μου, του μπάτσου. Μου χρειαζόταν να υπάρχουν φραγμοί, κανόνες, κώδικες. Και να ανατρέχω σε αυτούς για να μπορώ να συγκρατώ τον εαυτό μου. Όμως κάθε βήμα που θα έκανα θα με απομάκρυνε από το νόμο». Πώς μπορεί να ζει και να λειτουργεί κανείς κάτω από τέτοιες συνθήκες; Πίνοντας ίσως πολύ και τρώγοντας, περπατώντας και βρίζοντας, απειλώντας, αλλά και σιωπώντας: «Ήξερα να ακούω, όμως ποτέ μου δεν έμαθα να εμπιστεύομαι σε άλλους τα δικά μου. Την τελευταία στιγμή κατέφευγα, λες, στη σιωπή». Ο Μοντάλ ήταν ένας άνθρωπος απελπισμένος: «Οι γυναίκες με παρατούσαν. Μεσίστια ήταν τα όνειρά και οι θυμοί μου. Γερνούσα χωρίς καμιάν επιθυμία. Μήτε πάθος. Γαμούσα πουτάνες. Την ευτυχία την έβρισκα στην άκρη της πετονιάς μου». Για το ό,τι η ευτυχία του διέφευγε δεν έφταιγε όμως άλλος από τον ίδιο. Δεν φοβόταν το θάνατο, αλλά οι γυναίκες πάντα κάπου τον τρόμαζαν, οι γυναίκες τις οποίες έφτανε στο σημείο να ερωτευτεί. Τις άλλες τις αγαπούσε απλά κι ας μην μπορούσε στ’ αλήθεια να τις καταλάβει.
     «Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας» είναι ένα βιβλίο για τη φιλία και τον έρωτα, για το έγκλημα και την τιμωρία. Ένα νουάρ για τα σκοτάδια που κρύβουν μέσα τους οι ψυχές των ανθρώπων, μα και για τη σωτηρία που τις περισσότερες φορές ποτέ δεν έρχεται.

No comments:

Post a Comment