Ο Σιμενόν είναι ένας από τους κλασικούς συγγραφείς της ευρωπαϊκής αστυνομικής λογοτεχνίας, και όπως τους αμερικανούς συναδέλφους του, Ντάσιελ Χάμετ και Ρέιμοντ Τσάντλερ, άρχισα να τον διαβάζω κάπως αργά.
Στον ανά χείρας τόμο φιλοξενούνται τρεις νουβέλες. Στην πρώτη, Maigret and the Young Girl, πρωταγωνιστής είναι το πλέον γνωστό δημιούργημα του συγγραφέα, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ. Όλα αρχίζουν όταν σ’ ένα σκοτεινό στενό δρομάκι του Παρισιού ανακαλύπτεται το πτώμα μιας νεαρής άγνωστης γυναίκας. Η Λουίζ, όπως θα ανακαλύψει στη διάρκεια των ερευνών του ο καλός ντετέκτιβ, ήταν μια γυναίκα με μπερδεμένο παρελθόν, με αδύνατο χαρακτήρα και πάντα εξαρτώμενη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τους άλλους. Κόρη μιας αδιάφορης μητέρας και ενός άφαντου τυχοδιώκτη πατέρα, δεν μπορεί να χαρεί τη ζωή, απλά επιβιώνει από μέρα σε μέρα. Τι την οδήγησε όμως σ’ εκείνη την επικίνδυνη γωνιά του Παρισιού; Και ποιος θα ήθελε να την σκοτώσει και γιατί; Ο Σιμενόν με αφορμή αυτή την υπόθεση μας ξεναγεί στα σκοτεινά δρομάκια και τις λαμπρές λεωφόρους της διάσημης πόλης, μας μιλά για τους ανθρώπους της νύχτας και τον κίνδυνο που παραμονεύει, αλλά και περιφέρεται από μπαράκι σε μπαράκι προσπαθώντας να μάθει, πίνοντας το ένα ποτό μετά το άλλο, την αλήθεια.
Δύο νουβέλες συστεγάζονται κάτω από τον τίτλο: Danger Ahead. Το Red Lights είναι μια ιστορία ανατροπών. Ένα ζευγάρι αναχωρεί οδικώς από τη Νέα Υόρκη για το Μέιν, από όπου θα παραλάβουν τα δύο τους παιδιά από την κατασκήνωση. Στη διάρκεια της διαδρομής τσακώνονται συνεχώς, κυρίως για τον αλκοολισμό του άντρα, με αποτέλεσμα σε κάποιο σημείο η γυναίκα απλά να τον εγκαταλείψει για να πάρει το λεωφορείο. Τότε εκείνος συναντά ένα επικίνδυνο εγκληματία, που μόλις έχει δραπετεύσει από τη φυλακή, τον οποίο χωρίς πολλά-πολλά αποφασίζει να βοηθήσει. Το μόνο που δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει η μοίρα, η οποία για ένα μικρό διάστημα θα παίξει μαζί του όπως η γάτα με το ποντίκι, δίδοντάς του διαδοχικά χτυπήματα, από εκείνα από τα οποία είναι δύσκολο να επιβιώσει κανείς. Το ένα δραματικό συμβάν διαδέχεται το άλλο, οι σελίδες στάζουν όλο και περισσότερο πόνο, αλλά η τελική λύση μοιάζει δημιούργημα ενός από μηχανής θεού, και μοιάζει να βρίσκεται σε εντελώς αντίθετη τροχιά απ’ αυτή που ακολουθεί ο αναγνώστης.
Το The Watchman of Everton, με το οποίο κλείνει η συλλογή, είναι μια ιστορία δρόμου και αργοκίνητης δράσης, απ’ αυτές που δεν μπορεί κανείς εύκολα να κατατάξει σε κάποια κατηγορία. Αν έπρεπε να πούμε ότι έχει να κάνει με κάτι, αυτό είναι η οικογένεια: η ατελής, λειψή, δυσλειτουργική οικογένεια. Ένας νέος κλέβει το βαν του ωρολογά πατέρα του και το σκάει με την κόρη κάποιων γειτόνων. Τότε αρχίζει ένα ανθρωποκυνηγητό, το οποίο θα οδηγήσει τους φυγάδες, τις αρχές, αλλά και τον ίδιο τον ωρολογά σε μέρη μακρινά και αιματοβαμμένα. Η δράση ωστόσο δε λαμβάνει χώρα μόνο στο δρόμο, αλλά και στην ψυχή του βασικού πρωταγωνιστή, ενός ανθρώπου φαινομενικά παθητικού, που μοιάζει παραδομένος στις μοίρες. Παρακολουθούμε τις σκέψεις του, μαθαίνουμε κάποιες τραγικές λεπτομέρειες απ’ την ιστορία του, θαυμάζουμε τον στωικισμό του. Μια συμπονετική και μεγαλόψυχη φιγούρα, που παρόλα τα αμείλικτα χτυπήματα της ζωής, υπομένει τα πάντα, συγχωρεί τα πάντα, φορτώνεται στις πλάτες του βάρη που δεν του αναλογούν.
Οι τρεις αυτές καλογραμμένες και πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες, δεν έχουν τόσο να κάνουν με το έγκλημα και τη δράση, όσο με την ανθρώπινη κατάσταση, και αξίζουν να διαβαστούν από τους φίλους της καλής λογοτεχνίας.
No comments:
Post a Comment