Για να πω το κρίμα μου την Κάθι Ράις κάπου άρχισα να τη βαριέμαι και ας διάβασα μόλις τρία από τα βιβλία της. Το πρόβλημα δεν είναι τα βιβλία αυτά καθαυτά, αλλά το ότι μοιάζει να ασχολείται ξανά και ξανά με τα ίδια θέματα, αλλάζοντας απλά τόπους και θύματα. Φυσικά ακολουθεί με περισσή μαεστρία τις κλασικές συνταγές της αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά μερικές φορές αυτό απλά δεν είναι αρκετό. Για να το θέσω απλά φαίνεται να έχει πέσει κι αυτή στην παγίδα της… κοιλιάς, όπως και κάποιοι άλλοι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας: τον Τζέφρι Ντίβερ και τον Μάικλ Κόνελι. Ο μόνος που φαίνεται προς το παρόν να την αποφεύγει είναι ο Ντέιβιντ Μπαλτάτσι, που μόλις έχει κυκλοφορήσει το νέο του βιβλίο, το οποίο εύχομαι να μη με απογοητεύσει.
Στο Devil Bones τώρα. Η ανθρωπολόγος Τεμπ Μπρέναν καλείται κι αυτή τη φορά στο χώρο ενός εγκλήματος για να δώσει τα φώτα της. Σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο στην πόλη Σαρλότ, κάποιος ανακαλύπτει ένα ανθρώπινο κρανίο, από το οποίο λείπει η κάτω σιαγόνα. Καταπολεμώντας τα αισθήματα κλειστοφοβίας που νιώθει η καλή επιστήμονας κατεβαίνει εκεί κάτω για ν’ ανακαλύψει με κάποια έκπληξη ότι ο χώρος κάποτε, ίσως όχι και στο πολύ μακρινό παρελθόν, χρησιμοποιείτο για την πραγματοποίηση τελετών μαύρης μαγείας. Η δουλειά της τώρα είναι να αναγνωρίσει σε ποιον ανήκε η νεκροκεφαλή αλλά και, αν το μπορεί, να προσδιορίσει το χρόνο θανάτου. Ως συνήθως συνεργάζεται στενά μ’ ένα ιδιόρρυθμο και μονόχνοτο ντετέκτιβ Σλαϊτέλ, ο οποίος εξετάζει τα τεκμήρια για το έγκλημα.
Χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουν οι δυο τους θα βρεθούν στο κέντρο ενός κυκλώνα, ο οποίος θα δημιουργηθεί κατά κύριο λόγο από ένα πολιτικάντη, υπερασπιστή δήθεν των ανθρώπινων αξιών, αλλά και φανατικό οπαδό της αντιδικίας για σκοπούς εκδίκησης. Σιγά-σιγά τα πτώματα θ’ αρχίσουν να μαζεύονται στο νεκροτομείο, ενώ όλες οι έρευνες θα οδηγούνται από το ένα αδιέξοδο στο άλλο. Μάγοι, απατεώνες, κλέφτες, κήρυκες και δημοσιογράφοι ανακατεύουν όλο και περισσότερο την τράπουλα, μα ο τζόκερ δεν είναι πουθενά.
Καθώς συμβαίνουν όλ’ αυτά εξακολουθούμε να ρίχνουμε και κλεφτές ματιές στην προσωπική ζωή της Τεμπ: τις προσπάθειες να συνδεθεί όσο περισσότερο μπορεί με την κόρη της, τις αναμνήσεις απ’ τον τελευταίο μεγάλο της έρωτα, ο οποίος την έχει χαράξει, και τις ελπίδες για μια νέα αρχή μ’ ένα άντρα από το παρελθόν, που έμεινε χήρος μετά από τις επιθέσεις στους δίδυμους πύργους.
Η συγγραφέας προσπαθεί να δείξει ότι η Τεμπ είναι ατρόμητη και φοβισμένη την ίδια ώρα και κάπου έκει χαλάει το γλυκό. Κατεβαίνει σε τάφους, μελετά πτώματα, συχνά-πυκνά βρίσκεται στη μέση πραγματικών διασταυρούμενων πυρών και δεν τρομάζει, αλλά τα συναισθήματα της κόβουν την ανάσα, τη βγάζουν έξω απ’ τα νερά της. Σαν επιστήμονας είναι απόλυτα ισορροπημένη, μπορεί να καταλάβει και να εξηγήσει τα πάντα, αλλά σαν απλός άνθρωπος, είναι γεμάτη ανασφάλειες κι αδυναμίες. Δυστυχώς για τη συγγραφέα, οι ερμηνείες που δίνει δεν είναι πειστικές. Σε αντίθεση με την Πατρίσια Κόρνγουελ, που την ιατροδικαστή Σκαρπέτα της την έχει αναλύσει τόσο πολύ και τόσο πειστικά, που κάθε φορά που διαβάζουμε ένα βιβλίο της, νιώθουμε ότι την ξέρουμε από πάντα, σα μια παλιά καλή φίλη.
Παρόλα αυτά όμως, το βιβλίο διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα. Αν πέσει στα χέρια σας θα το απολαύσετε, αλλά δε θα σας παρότρυνα να τρέξετε να το αγοράσατε κιόλας.
No comments:
Post a Comment