Σαν ένα λυπητερό τραγούδι για το Κάιρο διαβάζεται το The Golden Scales. Ο συγγραφέας, με αφορμή μια απλή εξαφάνιση ή ίσως μια απαγωγή, μας ταξιδεύει στην προ της επανάστασης πρωτεύουσα της Αιγύπτου και μας περιγράφει μ’ ένα κάπως ανάλαφρο τρόπο, που όμως δεν μπορεί να μεταμφιέσει το ζοφερό τοπίο, την κατάσταση που λίγο πολύ επικρατεί εκεί.
Μας μιλά λοιπόν για διεφθαρμένους αστυνομικούς και αξιωματούχους του κράτους που έχουν ύποπτα πάρε δώσε με κάποιους επιχειρηματίες, για το νέο χρήμα που εισέρρευσε στη χώρα από την πρώην Σοβιετική Ένωση, και το οποίο επιτρέπει σε ορισμένους ανθρώπους να φτιάχνουν ή να ακολουθούν τους δικούς τους νόμους, για τους φτωχούς της πόλης, που γίνονται όλο και περισσότεροι και που ζουν κάτω από όλο και πιο άθλιες συνθήκες, για τους πλούσιους, που ζουν σε βίλες-φρούρια, αδιαφορώντας για τη γύρω τους πραγματικότητα, για τον τρόμο και το σκοτάδι που κρύβεται πίσω από την εγχώρια σώου μπιζ, για το σεξ και τα ναρκωτικά.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια αστυνομική ιστορία και ένα κοινωνικό σχόλιο την ίδια ώρα, είναι δηλαδή ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι. Στο επίκεντρο δεν είναι τόσο το έγκλημα όσο η κοινωνία στην οποία διαπράχθηκε αυτό. Μια κοινωνία, που όπως και τότε, το 1998, έτσι και τώρα, είναι βαθιά διχασμένη.
Όλα αρχίζουν όταν κάποιοι μπράβοι καταφθάνουν στη βάρκα όπου διαμένει ο Μακάνα -πρώην αστυνομικός από το Σουδάν και νυν πολιτικός πρόσφυγας- οι οποίοι του ανακοινώνουν ότι πρέπει να τους ακολουθήσει αφού θέλει να τον συναντήσει το αφεντικό τους. Ο Μακάνα, θέλοντας και μη, το κάνει, κυρίως επειδή χρειάζεται επειγόντως δουλειά. Όπως σύντομα θα ανακαλύψει το εν λόγω αφεντικό δεν είναι άλλος από τον Σαάντ Χανάφι, ένα πάμπλουτο άντρα, στον οποίο ανήκει σύμφωνα με τις φήμες το μεγαλύτερο κομμάτι της αριστοκρατικής συνοικίας της Ηλιούπολης. Όπως γνωρίζει ο Μακάνα ο Χανάφι είναι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που «…πουλούν όνειρα», ένα από τα οποία είναι και η ποδοσφαιρική του ομάδα, η πιο δημοφιλής της χώρας. Ο λόγος που τον κάλεσε εκεί είναι για να ανακαλύψει που πήγε και χάθηκε ο Αντίλ Ρομάριο, ο σταρ της ομάδας. Εδώ και δέκα μέρες έχουν χαθεί τα ίχνη του και δεν έχει δώσει πουθενά σημεία ζωής. Ο Μακάνα δέχεται αρχικά επιφυλακτικά την αποστολή, αφού ο Χανάφι θα μπορούσε να προσλάβει οποιοδήποτε στη θέση του και δεν μπορεί να καταλάβει γιατί διάλεξε αυτόν. Αλλά -όπως και να το κάνουμε- τα λεφτά του τα έχει ανάγκη, οπότε δεν θα μπορούσε να πει όχι.
Αρχίζει λοιπόν σιγά σιγά τις έρευνες. Έρευνες που θα τον φέρουν πολλές φορές πρόσωπο με πρόσωπο με τον κίνδυνο, αλλά και που θα τον ταξιδέψουν σε διάφορες κακόφημες και μη γειτονιές της πόλης, σε καταγώγια και σε παλάτια, και που θα τον οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι τελικά εκείνοι που στ’ αλήθεια νοιάζονταν για τον Ρομάριο ήταν πολύ λίγοι. Για τους περισσότερους μάλιστα ήταν ανεπιθύμητος. Καθώς η υπόθεση θα περιπλέκεται όλο και περισσότερο και ο καλός ντετέκτιβ θα οδηγείται από το ένα αδιέξοδο στο άλλο, θα συμβεί ένα ακόμη γεγονός που θα αναστατώσει πιο πολύ τον ήδη ανήσυχο μέσα του κόσμο: θα γνωρίσει μια γυναίκα από την Αγγλία, που εδώ και δεκαεφτά χρόνια αναζητεί τη χαμένη κόρη της, και η οποία λίγο αργότερα θα ανακαλυφθεί δολοφονημένη. Ποιος βρίσκεται πίσω από τη δολοφονία της και γιατί; Την σκότωσαν άραγε επειδή μετά από τόσα χρόνια βρέθηκε για πρώτη φορά στα ίχνη των απαγωγέων; Να ένα ακόμη μυστήριο που πρέπει να λύσει.
Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που μας ταξιδεύει σε δρόμους που πολλοί από εμάς ίσως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο περπατήσαμε, μα που ποτέ δεν γνωρίσαμε. Ο συγγραφέας γράφοντας και περιγράφοντας μοιάζει να μας χαρίζει τα ψυχογραφήματα κάποιων ανθρώπων, αλλά και μιας πόλης, να μας μιλά για μια ουσία που σαν ξένοι που είμαστε στις πραγματικότητές της, μας ξεφεύγει. Ένα βιβλίο πραγματικά εξαιρετικό.
No comments:
Post a Comment