Το Nairobi Heat είναι το πρώτο αστυνομικό βιβλίο από αφρικανό συγγραφέα που διαβάζω και μπορώ να πω ότι μου άρεσε πολύ. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι δεν μπορώ ακριβώς να το κατατάξω κάπου. Η συνεχής δράση, τα αιματοβαμμένα σκηνικά και οι ανατροπές κάπου θυμίζουν αμερικανικό θρίλερ, αλλά το κοινωνικό υπόβαθρο αυτού του μυθιστορήματος είναι τόσο στέρεο, που θα το αδικούσα αν το κατέτασσα σ’ αυτό το είδος.
Όλα αρχίζουν με τη δολοφονία μιας νεαρής γυναίκας, της οποίας το πτώμα ανακαλύπτεται έξω από την πόρτα ενός αφρικανού υπέρμαχου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στο Μάντισον του Γουισκόνσιν. Ο αφροαμερικανός ντετέκτιβ Ισμαήλ, που καλείται να διερευνήσει την υπόθεση, νιώθει ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι πίσω από αυτήν κρύβονται πολλά μυστικά. Ο αφρικανός που βρήκε το πτώμα θεωρείται ήρωας, αφού έσωσε εκατοντάδες ανθρώπους στη διάρκεια της γενοκτονίας στη Ρουάντα, οπότε η λογική λέει ότι κάποιος προσπαθεί να τον ενοχοποιήσει. Στην περιοχή η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι λευκοί και η Κου Κλουξ Κλαν έχει έντονη παρουσία, οπότε η δολοφονία μιας λευκής είναι λογικό να ανάψει τα αίματα. Ποια είναι όμως αυτή η γυναίκα, δεν ξέρει κανείς. Και από τη στιγμή που το πτώμα δεν έχει ταυτότητα, είναι αδύνατον ν’ ανακαλύψει κάποιος εύκολα το κίνητρο που κρύβεται πίσω από αυτό το έγκλημα. Ο Ισμαήλ γρήγορα φτάνει σε αδιέξοδο αφού οι έρευνες δεν οδηγούν πουθενά. Ωστόσο όσο περνά ο καιρός η πίεση από το κοινό και τους πολιτικούς μεγαλώνει, κι αν δεν γίνει κάτι τότε τόσο αυτός όσο και ο αρχηγός της αστυνομίας, που επίσης τυγχάνει αφροαμερικανός, θα βρουν για τα καλά το μπελά τους. Η τύχη ωστόσο τους χαμογελά, αφού ένα ανώνυμο τηλεφώνημα τους λέει να αναζητήσουν τη λύση του μυστηρίου στην Κένυα και έτσι, επιτέλους, έχουν επιτέλους κάτι να πουν.
Ο γεννημένος και μεγαλωμένος στις ΗΠΑ Ισμαήλ πετά για το Ναϊρόμπι, όπου τον υποδέχεται ένας ντόπιος συνάδελφός του. Η χώρα στην οποία φτάνει, αν και ειρηνική σε σχέση με τις άλλες της περιοχής, είναι κι αυτή βουτηγμένη στη διαφθορά και το χάος. Το έγκλημα επικρατεί παντού, τα περίχωρα της πρωτεύουσας (Ναϊρόμπερι την αποκαλούν οι ντόπιοι, δηλαδή Ναϊκλεψιά) είναι ζώνες θανάτου και το χρήμα, όπως και στη χώρα του άλλωστε, είναι θεός. Συνηθισμένος λίγο πολύ ν’ ακολουθεί κάποιους κανόνες στη διερεύνηση μίας υπόθεσης στην αρχή νιώθει σχεδόν αηδιασμένος για τη συμπεριφορά του συνάδελφού του Ο., αλλά όσο περνά ο καιρός τόσο πιο πολύ τον καταλαβαίνει και αρχίζει να υιοθετεί τη δική του στάση. Σ’ ένα τόπο όπου η παρανομία είναι ο κανόνας, οι άνθρωποι του νόμου οφείλουν να χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να τον εφαρμόσουν. Εξάλλου όπως λέει και ο Ο. : «Ισμαήλ, είμαστε κι εμείς κακοί άνθρωποι. Η μόνη διαφορά είναι ότι πολεμάμε στο πλευρό του καλού».
Οι δυο τους λοιπόν, άνθρωποι του νόμου και εκδικητές την ίδια ώρα, ξοδεύουν τις επόμενες μέρες τριγυρνώντας από το ένα μέρος στο άλλο, ανακρίνοντας, πίνοντας μπίρες και απολαμβάνοντας μουσική, σώζοντας μια φτωχή ψυχή από την καταστροφή, κάνοντας έρωτα και πυροβολώντας, προσπαθώντας να βρουν την άκρη του νήματος. Η επιμονή τους κάποτε θ’ ανταμειφτεί και η τύχη θα τους χαμογελάσει, αλλά μέχρι να συμβεί αυτό θα έρθουν πολλές φορές πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο, θα τα βάλουν με τους ισχυρούς της περιοχής και θ’ ανοίξουν παλιές πληγές που δεν έπαψαν ποτέ στ’ αλήθεια να αιμορραγούν.
Αυτό είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που δεν ξεχωρίζουν μόνο για τη δράση τους, αλλά και για την ιστορία που έχουν να πουν: τη μικροϊστορία, που πολλές φορές επηρεάζει με τραγικό τρόπο πολλές ζωές, αλλά και την άλλη ιστορία, αυτή που περνά στις συλλογικές αναμνήσεις, αλλά που συχνά πυκνά είναι βασισμένη στο ψέμα. Ένα εξαιρετικό από κάθε άποψη βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από κάθε φίλο της καλής λογοτεχνίας.
No comments:
Post a Comment