Όπως διαβάζουμε… χιονόσταλες, αποκαλούν στη μοσχοβίτικη αργκό τα πτώματα που κρύβονται κάτω από τα χιόνια του χειμώνα για μήνες, μέχρι να έρθουν στο φως όταν αυτά αρχίσουν να λιώνουν.
Με μια χιονόσταλα, αλλά και με πολλά άλλα θέματα που απασχολούν τη σύγχρονη ρωσική κοινωνία ασχολείται σ’ αυτό, το πρώτο του μυθιστόρημα, ο A.D. Miller. Το Snowdrops, που μπορεί να διαβαστεί σαν νουάρ, αλλά και σαν κοινωνικό σχόλιο, και το οποίο προτάθηκε για το βραβείο Μπούκερ, είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που συνεπαίρνουν τον αναγνώστη όχι τόσο για τη δράση όσο για τους πρωταγωνιστές του. Τον συγγραφέα δεν μοιάζει τόσο να τον απασχολούν οι πράξεις των ανθρώπων, αλλά το τι τους οδηγεί σε αυτές. Φαίνεται με τον τρόπο του να διυλίζει τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς τους, αλλά δεν τους επικρίνει. Αντί αυτού τους αφήνει απλά να ζουν τις μικρές χαρές και τα σχεδόν παθητικά τους δράματα και τους απογυμνώνει σχεδόν από κάθε είδους συναισθήματα. Μέσω τους λέει στον αναγνώστη ότι στο τέλος της ημέρας όλα είναι μια συναλλαγή.
Οι βασικοί πρωταγωνιστές σ’ αυτή την ιστορία είναι τρεις και η συνάντησή τους -τουλάχιστον φαινομενικά- σ’ ένα σταθμό του Μετρό, είναι τυχαία, καθώς ο Νικ Πλατ, δικηγόρος από το Λονδίνο που τώρα ζει και εργάζεται στη Μόσχα, σώζει δύο κοπέλες από ένα τσαντάκια. Η Μάσα είναι μια πανέμορφη νέα γυναίκα, και η Κάτια, η αδελφή της, μια εξίσου όμορφη, πλην έφηβη κοπέλα.
Ο Νικ, στην αρχή, δεν περιμένει να βγει κάτι από τη συνάντηση αυτή, αλλά η τύχη, ή μάλλον οι γυναίκες, έχουν άλλα σχέδια γι’ αυτόν. Έτσι, σιγά σιγά, αρχίζει ν’ αναπτύσσεται μεταξύ τους μια στενή φιλική σχέση, που σε ό,τι αφορά τη μια από αυτές, την Μάσα, σύντομα μετατρέπεται και σε ερωτική. Η γυναίκα αυτή, με την απαράμιλλη ομορφιά και τους σαγηνευτικούς της τρόπους, συναρπάζει τον Νικ και έτσι αυτός πολύ σύντομα νιώθει μέσα του να ξυπνά το πρωτόγνωρο σχεδόν συναίσθημα του έρωτα. Αλλά είναι στ’ αλήθεια ερωτευμένος μαζί της; Δεν είναι και τόσο σίγουρος. Εξάλλου ζει σε μια μεταιχμιακή, σκληρή εποχή, αρχές της δεκαετίας του 2000, σε μια πόλη που έχει αλλάξει πολύ από το πρόσφατο παρελθόν: οι νεόπλουτοι επιδίδονται σε εκρήξεις καταναλωτισμού, οι ολιγάρχες του πετρελαίου κάνουν παιχνίδι, η φτώχεια γίνεται όλο και πιο μεγάλη και το τέρας της πορνείας θεριεύει, τα ήθη έχουν πια ολοκληρωτικά ξεπέσει και οι ξένοι προσπαθούν να κάνουν μπίζνες, αδιαφορώντας απόλυτα για τον ανθρώπινο παράγοντα. Όπως λέει και ο Στιβ Γολς, δημοσιογράφος και φίλος του Νικ: «Στη Ρωσία υπάρχουν μόνο ιστορίες για το έγκλημα», και «Εγώ είμαι πολίτης της δημοκρατίας του κυνισμού».
Αλλά ο Νικ δεν είναι τόσο πολύ κυνικός, όσο αδιάφορος ή μάλλον παθητικός. Ξέρει πολύ καλά ότι το καθετί εκεί που ζει έχει ένα τίμημα, περιμένει από στιγμή σε στιγμή να το πληρώσει, κι όμως δεν προσπαθεί να κάνει κάτι για να σώσει τον εαυτό του από την καταστροφή. Αντί αυτού παίζει ξανά και ξανά με τη φωτιά κι ας καεί. Εξάλλου: Πού αλλού θα μπορούσε να γνωρίσει μια γυναίκα σαν τη Μάσα; Και πού αλλού θα μπορούσε να ζήσει μια τέτοια περιπέτεια; Η δική του περιπέτεια ωστόσο δεν προκαλεί τόσο την αγωνία, όσο την περιέργεια για του τι πρόκειται να συμβεί.
Εδώ έχουμε ένα καλογραμμένο βιβλίο, που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα, και το οποίο μας ξεναγεί με άμεσο τρόπο σ’ ένα κόσμο αλλιώτικό, κρύο και σκληρό, όπου όμως εξακολουθούν να υπάρχουν κάποιες αναλαμπές καλοσύνης και ανθρωπιάς. Αποτελεί όμως κατάλληλο «υλικό» για το βραβείο Μπούκερ; Μάλλον όχι.
No comments:
Post a Comment