Το Death and the Penguin είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που απλά χαίρεται να διαβάζει κανείς. Και η πλάκα είναι ότι το ανακάλυψα εντελώς τυχαία, όπως το συγγραφέα του άλλωστε, παρακολουθώντας τις Κεραίες της Εποχής μας, στη ΝΕΤ.
Το ανά χείρας βιβλίο είναι μια ιδιόρρυθμη σάτιρα. Περιγράφει ένα κόσμο ζοφερό, όπου συμβαίνουν τα πιο ευτράπελα, αλλά και πλέον σοβαρά πράγματα.
Όλα αρχίζουν όταν ο Βίκτορ, ένας συγγραφέας διηγημάτων και δημοσιογράφος, που μένει στο Κίεβο της Ουκρανίας και μετά βίας βγάζει τα προς το ζην, και ο οποίος έχει ένα πιγκουίνο για κατοικίδιο, προσλαμβάνεται από μια εφημερίδα για να γράφει τις νεκρολογίες, έναντι αδρής αμοιβής. Ο άντρας δέχεται με μεγάλη χαρά αυτό το διορισμό, αφού έχει μεγάλη ανάγκη τα λεφτά, αλλά και επειδή του δίνει την ευκαιρία να δουλεύει από το σπίτι.
Όπως σύντομα θ’ ανακαλύψει έχει ιδιαίτερο ταλέντο στη συγγραφή του συγκεκριμένου είδους, κάτι που αντιληφθεί και το αφεντικό του, γι’ αυτό και οι παραγγελίες θ’ αρχίσουν σιγά σιγά να πληθαίνουν, κι έτσι το βιοποριστικό του πρόβλημα θα λυθεί πια οριστικά. Κάποτε όμως, εντελώς τυχαία, θα ανακαλύψει ότι εκείνοι ακριβώς των οποίων τις νεκρολογίες γράφει, λίγο καιρό μετά βρίσκουν το θάνατο. «Πού έμπλεξα;» μοιάζει να σκέφτεται, αλλά δεν τολμά να το ψάξει και πολύ το θέμα, αφού είναι σίγουρος ότι ο κίνδυνος παραμονεύει.
Στο μεταξύ, αυτός που μέχρι πρόσφατα ήταν συνεχώς μόνος, αρχίζει ν’ αποκτά και κάποιους φίλους: Τον στρατιωτικό Σεργκέι, τη μικρούλα Σόνια, την οποία ξαφνικά βρέθηκε να φιλοξενεί και τη νταντά της, Νίνα. Κι έτσι στα ξαφνικά, σ’ ένα σπίτι όπου άλλοτε ζούσαν μοναχά αυτός και ο πιγκουίνος, Μίσα, τώρα μένουν τον περισσότερο καιρό δύο ή τρία ακόμη άτομα. Αλλά τα παράδοξα δεν τελειώνουν εδώ, αφού ο Μίσα, χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνει έχει γίνει μεγάλη ατραξιόν, ένας σταρ, για κάποιους νεόπλουτους, οι οποίοι πληρώνουν λεφτά με το τσουβάλι, ώστε να παρίσταται σε διάφορες κηδείες. Είναι και κάποιος όμως που έχει άλλα, πιο σκοτεινά σχέδια για τον καλό πιγκουίνο, και ο Βίκτορ είναι αποφασισμένος να κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να τον προστατεύσει.
Ο συγγραφέας έχει φτιάξει μια μοναδική παρωδία αστυνομικού μυθιστορήματος, όπου το μαύρο χιούμορ δίνει το ρυθμό, και στο οποίο συμβαίνουν τα πιο κουφά πράγματα, ακόμη πιο κουφά κι αυτά που αναφέραμε: κάποιοι κάνουν διάρρηξη κι αντί να κλέψουν κάτι αφήνουν λεφτά στο τραπέζι, κάποιος πεθαίνει και εκφράζει σαν τελευταία του επιθυμία να του κάψουν το σπίτι, μια νέα όμορφη γυναίκα ερωτεύεται ένα πολύ μεγαλύτερό και άχαρο άντρα, και όχι για τα λεφτά του.
Ο Βίκτορ εκτός από φιλόζωος και σχετικά φιλάνθρωπος, είναι επίσης και ένας ιδιότυπος φιλόσοφος: «Ο θάνατος σαν προσχεδιασμένη οικονομία», σκέφτεται ότι ήταν το επάγγελμά του, ενώ θεωρεί ότι «Το φθινόπωρο, η εποχή που πεθαίνουν τα δέντρα, η εποχή της μελαγχολίας και της αναζήτησης του παρελθόντος» είναι η ιδανική για να γράφει κανείς νεκρολογίες. Τέλος κάπου λέει: «Οι αγνοί κι αναμάρτητοι άνθρωποι δεν υπήρχαν, ή πέθαιναν απαρατήρητοι και χωρίς νεκρολογίες».
Το μυθιστόρημα αυτό γνώρισε τόσο μεγάλη επιτυχία που ο συγγραφέας αποφάσισε να γράψει και τη συνέχειά του, την οποία θα σας παρουσιάσουμε τον επόμενο μήνα. Στο μεταξύ διαβάστε αυτή τη συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα στον Γκάρντιαν.
No comments:
Post a Comment